Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Λόγια


Το να μην καταφέρεις να πραγματοποιήσεις έναν στόχο που έθεσες είναι βέβαια μια αποτυχία. Μπορεί ο στόχος να υπερέβαινε τις δυνατότητές σου, μπορεί απλά να ήσουν άτυχος. Μπορεί να χρειαζόταν να προσπαθήσεις περισσότερο και να θυσιάσεις περισσότερα. Μπορεί και να μην πίστεψες αρκετά στον εαυτό σου. Μπορεί και ο στόχος σου να μην πήγαζε από κάτι που πραγματικά ποθούσες πολύ.

Σίγουρα η αποτυχία είναι βάρος. Δεν είναι μόνο η προσωπική σου ήττα, σε στεναχωρεί και η ευχαρίστηση που νιώθεις ότι προσφέρεις στους άλλους με την αδυναμία σου. Ιδίως αν διάλεξες να θέσεις περισσότερο στόχους που πόνταραν στην αναγνώριση της αξίας σου από τους άλλους, παρά στόχους που πρωτίστως θα γέμιζαν με γλύκα τη ζωή σου. Γιατί όμως να αφήνεις τους άλλους να αποφασίζουν για το τι θα κάνεις και πως θα ζεις τη ζωή σου; Γιατί αφήνεις τους άλλους να κρίνουν την αξία σου, αν είσαι καλός, αν είσαι "καλό παιδί"; Aφού το ξέρεις, ρε, αξίζεις! Κανέναν δεν έχεις ανάγκη να σου το πει!

Πάρε το χρόνο που ζητάς για να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να ξανασηκωθείς. Μάθε από την εμπειρία σου. Αναστοχάσου ποιος είσαι, από που έρχεσαι και που πηγαίνεις. Σκέψου καλά για ποιον ζεις, τι θέλει η ζωή από εσένα και τι θες εσύ από τη ζωή. Και θέσε με θάρρος τους σωστούς για σένα στόχους. Στόχευε μόνο σε ό,τι θεωρείς πολύ σημαντικό - έτσι θα είσαι προετοιμασμένος να κάνεις θυσίες και να αγωνίζεσαι με πάθος. Μείνε συγκεντρωμένος στους στόχους σου, μην επιτρέπεις να αποσπάται η προσοχή σου από εύκολες απολαύσεις και λόγια γλυκά. Και μη φοβάσαι, ρε! Θα τα καταφέρεις! Το αξίζεις!

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Ζωντανός



Έφτασα ιδρωμένος στην προβλήτα. Το πλοίο στη γνώριμή του θέση, ο καταπέλτης όμως είχε ήδη κλείσει. Κι έμεινα εκεί να παρατηρώ πως βιράρουν οι άγκυρες και πως ξεκινά άλλο ένα ταξίδι. Και στεκόμουν στην ίδια θέση από όπου κάποτε κοιτούσα έναν κατάπλου… «Αυτή τη φορά επέλεξες το σωστό» μου έλεγαν, και μου εξέφραζαν εμπράκτως τη συμπαράστασή τους. Το πλοίο ερχόταν από την πατρίδα μου, μου έφερνε εφόδια για το δύσκολο χειμώνα. Μπήκα στο γκαράζ να τα παραλάβω – «εκεί», μου λέει ο λοστρόμος, και μου δείχνει μια βρώμικη γωνία. Εκεί ήταν τα πράγματά μου: δυο μεγάλες βαλίτσες με βιβλία, ρούχα, φαγητά και ένα γράμμα της μαμάς που ήταν και πάλι περήφανη για μένα. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα φέρετρο. «Ό,τι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα», λέει ο Γιάννης...

Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, ντύθηκα ζεστά και βγήκα έξω να πάρω αέρα. Ήταν Μεγάλο Σάββατο και έξω είχε σουρουπώσει για τα καλά. Πήρα το δρόμο για το βουνό - όχι μόνο για να εκτονώσω την έντασή μου και να παρηγορηθώ από την ομορφιά των νυχτερινών εικόνων και ήχων της φύσης. Μετά από δυο χιλιόμετρα πορείας έφτασα στον Πανορμίτη, ένα παραδοσιακό ξωκλήσι χτισμένο σε μια από τις χαμηλές κορυφές του βουνού. Κάθισα στο πεζούλι να ξαποστάσω και να απολαύσω τη θέα. Ήρεμος καθώς ήμουν, παραδόθηκα στη σκοτεινή μαγεία του τοπίου. Ακούμπησα τα χέρια μου στο πολυκαιρισμένο και κρύο τσιμέντο πάνω στο οποίο καθόμουν και συγκέντρωσα την προσοχή μου διαδοχικά στις ευωδιαστές ανάσες της βλάστησης και στη γεύση της σκόνης που σήκωνε ο αέρας σφυρίζοντας και ξανασφυρίζοντας κάτι ακατάληπτο. Άνοιξα τα μάτια μου. Ένα πέπλο σκοταδιού συνέχιζε να καλύπτει βουνά και πλάση, και το στερέωμα ήταν καλά κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα... Η κουκουβάγια που πετάχτηκε άγαρμπα από ένα δένδρο και πέταξε μακριά, έδωσε το σύνθημα της επιστροφής. Όταν πια κατέβηκα ως τους πρόποδες του βουνού, λίγο πριν προσεγγίσω τα πρώτα σπίτια του χωριού, έριξα μια γρήγορη ματιά στον ξεροπόταμο που μικρός συνήθιζα να παίζω με τις ώρες. "Μα κάτι φέγγει εκεί!", φοβήθηκα. Αλλά πλησίασα. Κι όσο πλησίαζα, συνειδητοποιούσα ότι δεν επρόκειτο ακριβώς για λάμψη αλλά μάλλον για φωσφόρισμα. Ήταν ένας σωρός από κόκαλα κάποιου μεγάλου ζώου, αγελάδας ή ίσως γαϊδάρου. Παρατήρησα για λίγες στιγμές το κεφάλι, που διέφερε μεν καταφανώς από το αντίστοιχο ανθρώπινο. Δεν θυμάμαι πόσος χρόνος πέρασε μέχρι να ακούσω το μακρινό ήχο από τις καμπάνες της εκκλησίας - σινιάλο ότι σε λίγο θα  ξεκινούσε η αναστάσιμη ακολουθία. Ένιωσα μια περίεργη ανακούφιση. «Θα με ψάχνουν οι δικοί μου», σκέφτηκα, και γύρισα σπίτι.

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

Κομμάτια του παζλ



Κάποιοι υποστηρίζουν παιχνιδιάρικα ότι η ζωή είναι ένα παιχνίδι...  Με παιχνιδιάρικη διάθεση λοιπόν, ψάχνω για κομμάτια από το παζλ που όταν συμπληρωθεί θα αποκαλύψει εικονογραφημένη την απάντηση σε ένα δίλημμα που με απασχολεί από παλιά! Κομμάτια όπως τα παρακάτω:

Ο άνθρωπος που μπορεί και βλέπει όλα τα πλάσματα μέσα του και τον εαυτό του μέσα σε όλα τα πλάσματα, δε γνωρίζει καμιά θλιψη.
Ίσα Ουπανισάντ 

Το εύρος των όσων σκεφτόμαστε και πράττουμε περιορίζεται από όσα αδυνατούμε να αντιληφθούμε. Κι επειδή αδυνατούμε να αντιληφθούμε την αδυναμία μας να αντιληφθούμε, δε μπορούμε να κάνουμε και πολλά πράγματα για να αλλάξουμε, αν δεν αντιληφθούμε πρώτα ότι η αδυναμία μας να αντιληφθούμε διαμορφώνει τις σκέψεις και τις πράξεις μας.
R. D. Laing

Οι επιρροές δείχνουν έναν δρόμο, οι επιλογές ανοίγουν το δρόμο. Και τα δύο πάντως έχουν να κάνουν με την ηλικία. Μέχρι μια ηλικία επηρεαζόμαστε πάρα πολύ - κι αυτό είναι φυσικό -, αλλά δυσυτυχώς κάπου σταματάει αυτό και πρέπει να πάρουμε τις αποφάσεις μας. Οι αποφάσεις βέβαια έχουν σχέση με τις επιρροές, αλλά πρέπει να είναι στο ύφος των επιλογών.
Θανάσης Λάλας

Υπάρχουν πολλοί δρόμοι για έναν άνθρωπο, αλλά ο πραγματικά δικός του δρόμος είναι αυτός που αν τον ακολουθήσει, ο πόθος του μεγαλώνει.

Μίρολαντ Πάβιτς

Man cannot discover new oceans unless he has the courage to lose sight of the shore.
Andre Gide

The only real voyage of discovery consists not in seeking new landscapes, but in having new eyes.
Marcel Proust

Όποιος φίλος/φίλη του blog βοηθήσει την προσπάθεια αυτή προσθέτοντας τα δικά του (ή τα "σχεδόν" δικά του) κομμάτια, θα μου δώσει μεγάλη χαρά! Μην περιμένετε βέβαια να σας περιγράψω το δίλημμα, είμαι ντροπαλός...

Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

1, 1, 2, 3, 5, 8...


1. Δεν είχα συνειδητοποιήσει έγκαιρα ότι αυτό που τότε ήθελα ήταν να γίνω εκπαιδευτικός. Δάσκαλος ή καθηγητής μαθηματικών. Δεκαεπτά χρονών, όταν συμπλήρωνα το μηχανογραφικό, η "οιδιπόδεια" ανάγκη μου να κάνω περήφανη τη μάνα-ηγέτη μου, η μεγαλομανία μου να εισαχθώ σε κάποια καλή σχολή για να αποδείξω την αξία μου με τρόπο εμφατικό σε όσους με είχαν αμφισβητήσει, υποτιμήσει ή ταπεινώσει, καθώς και ένα πρακτικό ένστικτο επιβίωσης που προέκυπτε από τη σύνθεση των ικανοτήτων μου, των αναγκών της εγχώριας και τοπικής αγοράς εργασίας [κυρίως μέτρησα τρία πράγματα: i)ο μόνος τρόπος για τον διορισμό ενός πτυχιούχου ως δασκάλου ή καθηγητή ήταν η δεκαπενταετής αναμονή στην επετηρίδα (μια και το 1998 δεν υπήρχε Διαγωνισμος ΑΣΕΠ), ii)στην οικογένεια και στο φιλικό μου περιβάλλον υπήρχαν ήδη αρκετοί μηχανικοί - πτυχιούχοι Πολυτεχνείου, και iii)ως οικονομολόγος θα είχα περισσότερες δυνατότητες απασχόλησης στην αγορά εργασίας], αλλά και μιας εσωτερικής πεποίθησης μου ότι "μου πηγαίνουν" τα οικονομικά (αν και "πρωτοδεσμίτης"), με ώθησαν στο να επιλέξω για τις δύο πρώτες θέσεις του μηχανογραφικού μου δελτίου δύο σχολές του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (Ο.Π.Α.).

1.Τέτοιες μέρες πριν δώδεκα (!) χρόνια έμαθα ότι για ελάχιστα μόρια δεν πέτυχα στην πρώτη μου επιλογή. Τύχη ή μοίρα; "Πες ό,τι θες, καρδιά μου δεν πειράζει!", "Ο.Π.Α.!", "Αθήνα, σου ’ρχομαι!". Οι αποσκευές μου γεμάτες βαρίδια από το παρελθόν, που έπρεπε να ξεφορτώσω κάπως για να προσαρμοστώ στα νέα δεδομένα της ζωής μου και για να ζήσω περισσότερο ελεύθερα και δημιουργικά.

2. "Καθώς μικραίνει η μέρα, καθώς βαραίνει ο χρόνος
    Που πλησιάζω τώρα κι όλο στενεύει ο δρόμος
    Κάπου ένα φως ανάβει, εγώ θ' ακολουθήσω
    Μα το μισό εαυτό μου πάλι θ' αφήσω πίσω...

    ...Κάποτε είδα την αλήθεια ένα πλοίο περιμένοντας
    Όμως χάθηκε στα βάθη του ορίζοντα χορεύοντας
   
   ...Καθώς μικραίνει η μέρα, καθώς στενεύει ο χρόνος
    Όσο πηγαίνω τώρα με κλείνει μέσα του ο δρόμος"

(από το τραγούδι "Κάθε Όνειρο στο Χάρτη" σε στίχους-μουσική: Μανώλη Φάμελλου, και το album του τελευταίου "Καθώς Μικραίνει η Μέρα" που κυκλοφόρησε το 1999).

3. "...Ποτέ δε θ'αφήσω ετούτη τη θλίψη
    Να γίνει ο τοίχος σε μια προσδοκία
    Τα ανείπωτα λόγια που μου έχουν λείψει,
    Στο βάθος, γνωρίζω, δεν έχουν αξία..."

(από το τραγούδι "Το Χρώμα της Ημέρας" σε στίχους-μουσική: Μιχάλη Δέλτα, και το ομότιτλο album που κυκλοφόρησε το 2001 με ερμηνεύτρια την Τάνια Τσανακλίδου)

5. Όλα είναι γιορτινά στην προκυμαία. Κι η νύφη είναι όμορφη και χαρούμενη, ως άρμοζε. Κι ο κόσμος, χαρούμενος κι αυτός. Όμως, δεν μπορώ να αναγνωρίσω κανέναν. Στέκομαι με την αγαπημένη μου κάπου ψηλά, σε ένα μπαλκόνι. Η νύφη είναι μια παλιά μου φίλη, την αναγνωρίζω όταν στρέφει το βλέμμα της ψηλά. Είναι πιο όμορφη από ποτέ. Τη χαιρετάω με αγάπη και μου ανταποδίδει. Είναι από τις φορές που νιώθω σίγουρος για τον εαυτό μου. Έπειτα πέφτω πάνω στη μητέρα της. "Εσένα, εσένα ήθελα να πάρει", μου λέει. Της χαμογελώ. Σουρουπώνει... Κι ύστερα ακούω μια σειρήνα. Το μπαλκόνι σειέται, είναι σαν να βρίσκομαι σε πρύμνη πλοίου που κάνει μανούβρα... Φοράω ένα σακίδιο στον ώμο, στέκομαι στην πρύμνη ενός πλοίου που ταξιδεύει στο πέλαγος, έχοντας αφήσει προ πολλού το λιμάνι του νησιού...

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010

Να 'ρθεις, καλή μου

Τις μέρες που ο χειμώνας γίνεται άνοιξη,
Που οι κάμπιες μεταμορφώνονται σε πεταλούδες,
Και που οι "μαρμαρωμένοι από τους φόβους τους" ξυπνούν από τη νάρκη τους,
Να 'ρθεις να με φιλήσεις στα μάτια, καλή μου.

Στα μάτια που κοιτούν χαμηλά τα βήματα στο δρόμο,
Και τους άλλους που προσπερνούν.
Και τους άλλους που κρίνουν.

Να 'ρθεις με τα χελιδόνια, καλή μου,
Και να με φιλήσεις στα μάτια,
Στα μάτια που θέλουν να κοιτάξουν
Προς το φως.

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

Ζητούμενο λοιπόν είναι η τόλμη και το θάρρος

...Για να αποφασίσει κανείς "πού θέλει να πάει" και για να στηρίξει, στη συνέχεια, τις επιλογές του.

Επιλογή σημαίνει θυσία. Θυσία δημιουργικότητας, αισθήματος ολοκλήρωσης και, πιθανόν, αισθήματος αυτοσεβασμού, αν μιλάμε για εύκολη επιλογή... Αν όχι, τότε απαιτείται θυσία βολέματος. Δηλαδή ρήξεις με δεσμά του παρελθόντος και έντονα συναισθήματα φόβου, αγωνίας, μοναξιάς, και αμφισβήτησης...

Γράφει ο Irvin Yalom στον πρόλογο του μυθιστορήματός του «Ο Δήμιος του Έρωτα» (εκδ. ΑΓΡΑ, 2003) ότι “η θεμελιώδης αγωνία του ανθρώπου ξεπηδά απ’ τις απόπειρές του, συνειδητές ή ασυνείδητες, να χειριστεί τα σκληρά γεγονότα της ζωής, τα δεδομένα της ύπαρξης”, καθώς και ότι “είναι δυνατόν ν’ αντιμετωπίσουμε τις αλήθειες της ύπαρξης και να χαλιναγωγήσουμε την ισχύ τους προς όφελος της προσωπικής μας αλλαγής και ωρίμανσης”. Από τα «δεδομένα της ύπαρξης» ξεχωρίζει τα εξής τέσσερα:

1. Το αναπόφευκτο του θανάτου για μας και γι αυτούς που αγαπάμε.

2. Η ελευθερία να φτιάξουμε τη ζωή μας όπως τη θέλουμε.

3. Η έσχατη μοναχικότητά μας.

4. Η απουσία οποιασδήποτε προφανούς σημασίας ή νοήματος στη ζωή.

Το πρώτο από τα τέσσερα «δεδομένα της ύπαρξης» μας δημιουργεί ένα βαθύ άγχος, γιατί σημαίνει ότι η επιθυμία μας να συντηρηθούμε στην ίδια μας την ύπαρξη (να μην πεθάνουμε ποτέ) είναι καταδικασμένη. Η αντίδρασή μας στην πραγματικότητα του θανάτου είναι είτε να τον αποφεύγουμε (έχοντας π.χ. μετατρέψει στο νου μας το θάνατο σε τέρας), είτε να τον αρνιόμαστε (πιστεύοντας σε κάποια προσωπική μας ιδιαιτερότητα που μας κάνει άτρωτους, ή πιστεύοντας σε έναν υπέρτατο σωτήρα που θα μας επαναφέρει…). Για τον Γιάλομ, το άγχος θανάτου είναι ο πατέρας όλων φόβων…

Σχετικά με το δεύτερο, κατά τον Yalom ελευθερία σημαίνει ότι ο κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος για τις επιλογές, για τις πράξεις του και για την κατάσταση της ζωής του. Επειδή συχνά οι αποφάσεις είναι δύσκολες (γιατί οι επιλογές αποκλείουν - εμπεριέχουν την παραίτηση από κάτι), η ευθύνη της ελευθερίας μάς δημιουργεί αγωνία, η οποία αποδυναμώνει ακόμη περισσότερο τη δύναμή μας να παίρνουμε αποφάσεις. Η ανάληψη της ευθύνης για τις επιλογές της ζωής μας δεν αρκεί για την αλλαγή της στάσης μας. Για να επιτευχθεί η αλλαγή χρειάζεται μια πράξη βούλησης/επιθυμίας…

Όσον αφορά στην υπαρξιακή μας απομόνωση, αυτή αναφέρεται στο αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον εαυτό μας και στους άλλους, ένα χάσμα που υπάρχει ακόμη κι αν διαθέτουμε βαθιά ικανοποιητικές διαπροσωπικές σχέσεις. Μια συχνή και σθεναρή απόπειρα να λυθεί η υπαρξιακή απομόνωση είναι η υποχώρηση των ορίων του ατόμου, το χάσιμο μέσα στον άλλον…

Τέλος, είμαστε πλάσματα που αναζητούν ένα νόημα. Το νόημα παρέχει μια αίσθηση ελέγχου των τυχαίων, ασύνδετων συμβάντων που μας κάνουν να νιώθουμε αβοήθητοι ή μπερδεμένοι (γιατί μας επιτρέπει να τα βάζουμε σε τάξη). Επίσης, το νόημα γεννάει αξίες, και οι αξίες έναν κώδικα συμπεριφοράς. Όσο πιο συγκεκριμένα επιδιώκουμε νόημα και βεβαιότητα μέσα σε ένα σύμπαν που δεν διαθέτει κανένα από τα δύο, τόσο λιγότερο πιθανό είναι να το ανακαλύψουμε…

Αυτά για την ώρα...

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Το αετόπουλο στο κοτέτσι



Καταρχάς, εύχομαι καλή χρονιά, με υγεία, χαρά και δημιουργικότητα, σε όλους τους φίλους του blog!

Είμαι εδώ και μια βδομάδα μακριά από την πόλη - προτίμησα η αλλαγή του χρόνου να με βρει κοντά στις ρίζες μου. Αυτές τις μέρες, λοιπόν, διάβασα το μυθιστόρημα "Όλα σου τα 'μαθα, μα ξέχασα μια λέξη", του συγγραφέα και καθηγητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρη Μπουραντά (Εκδόσεις Παττάκη). Πρόκειται για ένα βιβλίο που καταπιάνεται με ζητήματα προσδιορισμού ατομικής και συλλογικής ταυτότητας, και που μου φάνηκε ενδιαφέρον, παρά το διδακτικό του ύφος (που προσωπικά με κούρασε σε κάποια σημεία). Παρακάτω θα σας παραθέσω μια ιστοριούλα που βρήκα στις σελίδες 85- 86 του εν λόγω βιβλίου, η οποία με συγκίνησε και η οποία συνδέεται με την ιστορία του αλυσοδεμένου ελέφαντα (της προηγούμενης ανάρτησης).

#Μια άνοιξη ένας αγρότης διασκέδαζε καθημερινά μ' ένα ζευγάρι αετών που τους έβλεπε να πετούν, ν' ανεβαίνουν και να κατεβαίνουν κοντά στο κτήμα του. Όταν μετά από μερικές μέρες τους έχασε, πήγε στον τόπο όπου είχε εντοπίσει ότι κατέβαιναν, για να δει τι υπήρχε εκεί. Βρήκε μια εγκαταλειμμένη φωλιά μ' ένα αυγό μέσα. Πήρε το αυγό, το πήγε στο κοτέτσι και το έβαλε μαζί με τα αυγά μιας κότας, με την ελπίδα να το κλωσήσει εκείνη, να γεννηθεί το αετόπουλο, να μεγαλώσει και να πετάξει.




Σε δυο βδομάδες το αυγό άνοιξε και ένα υγιέστατο αετόπουλο γεννήθηκε. Ζώντας ανάμεσα στα κοτόπουλα, άρχισε σιγά - σιγά να μαθαίνει και να συνηθίζει τους τρόπους τους και να θρέφεται με το καλαμπόκι που ο αγρότης τα τάιζε. Ξαφνικά ένα ηλιόλουστο πρωινό βλέπει από πάνω του πουλιά να πετάνε. "Τι θαυμάσιο που είναι να πετάς έτσι! Θα ήθελα πολύ να μπορέσω να πετάξω κι εγώ" σκέφτηκε. Μόλις είπε την ιδέα του στα κοτόπουλα, εκείνα γέλασαν και απάντησαν: "Τι ηλίθια ιδέα! Εσύ είσαι κοτόπουλο. Τα κοτόπουλα δεν πετούν. Ποτέ δε θα μπορέσεις να πετάξεις, ό,τι κι αν κάνεις". Η μητέρα του φοβισμένη του είπε: "Αν προσπαθήσεις να πετάξεις, θα πέσεις πάνω στα σύρματα του κοτετσιού και θα σπάσεις τα φτερά σου". Ο κόκορας πατέρας του συμπλήρωσε με το λογικό επιχείρημα: "Ακόμη κι αν πετάξεις, θα είναι πολύ δύσκολο να βρεις τροφή, θα πεινάσεις και θα πεθάνεις". Όλα τα κοτόπουλα συμφώνησαν ότι το μικρό αετόπουλο δεν έπρεπε να πετάξει.




"Είναι ονειρεμένα να πετάς ψηλά όπως τα πουλιά" έλεγε και ξαναέλεγε στον εαυτό του. "Επιθυμώ τόσο πολύ να το καταφέρω". Κοίταζε και ξανακοίταζε τα πουλιά που πετούσαν στον αέρα και άρχισε να μελαγχολεί. Αλλά ποτέ δεν προσπάθησε. Πίστεψε τα κοτόπουλα. Όσο οι μέρες περνούσαν, το αετόπουλο όλο και λιγότερο σκεφτόταν και μίλαγε για το πέταγμα. Δεν μπορούσε όμως να βγάλει από την καρδιά του τη μεγάλη του επιθυμία να πετάξει. Η θλίψη και ο καημός του άρχισαν σιγά - σιγά να κατασπαράζουν το σώμα του. Η τροφή και η επιθυμία για ζωή έχασαν κάθε νόημα για εκείνο. Πέρναγε όλο και περισσότερες ώρες μόνο του, συχνά μέσα στο πέτρινο κοτέτσι. Κάποια μέρα ο αγρότης παρατήρησε ότι έλειπε από την αυλή του κοτετσιού. Πίστεψε ότι το αετόπουλο μεγάλωσε και πέταξε, αλλά πήγε να το επαληθεύσει. Το κοτέτσι ήταν σκοτεινό, αλλά όταν άναψε το φως, σε μια γωνία είδε ένα σωρό από μαύρα φτερά. Τα σήκωσε και ήταν το αετόπουλο. Είχε πεθάνει από τη θλίψη του.#