Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Είναι ζάχαρη, είναι μέλι, τα καρπούζια του Βαγγέλη


Κυριακή απομεσήμερο πέρασε από τη γειτονιά ο Βαγγέλης ο πλανόδιος διαλαλώντας την πραμάτεια του. Η φωνή του μου φάνηκε οικεία, ήταν σαν να κουβαλούσε μνήμες από ένα ανέμελο παρελθόν. Τότε βέβαια ήταν αδιανόητο να μην βρεθεί κάποιος γείτονας ή γειτόνισσα να τον σταματήσει για να αγοράσει κάτι... Καθώς το κόκκινο φορτηγάκι απομακρυνόταν μαζί με τον οδηγό του προς βορειότερες γειτονιές αναζητώντας καλύτερη τύχη, οι δημοσιογράφοι που βρέθηκαν στη ΔΕΘ συνέχισαν να θέτουν καίρια ερωτήματα και να δέχονται στωικά τις ασυνάρτητες απαντήσεις ενός πρωθυπουργού που έμοιαζε πελαγωμένος και αδύναμος, που επιχειρηματολογούσε φάσκοντας και αντιφάσκοντας για το αναγκαίο και το δίκαιο των νέων μέτρων και που κάποια στιγμή έδωσε το λόγο στον ευφράδη και ευτραφή αντιπρόεδρο - "τσάρο" της οικονομίας μας Βαγγέλη... Κι αυτού του Βαγγέλη η φωνή μου φάνηκε να κουβαλάει μνήμες από το παρελθόν - όχι όμως από το ανέμελο παρελθόν. Είπε ότι τα μέτρα είναι σκληρά, η ιστορία όμως θα αποδείξει ότι είναι τα σωστά και όποιος είναι πατριώτης πρέπει να υπακούσει και να πληρώσει...

Τα μέτρα είναι όντως σκληρά - αν όχι δυσβάσταχτα - για εμάς τους πολλούς μικρούς και χάδι για την ολιγαρχία των εθνικών αναδόχων, οι οποίοι φοροδιαφεύγοντας και εισφοροδιαφεύγοντας έχουν συγκεντρώσει όλα αυτά τα χρόνια το δημόσιο και κοινοτικό χρήμα με την ευλογία και τη συνενοχή του δικομματικού πελατειακού συστήματος. Το οποίο τελευταίο συντηρείται βεβαίως από την παθητική ανοχή και την στενόμυαλη και ατομιστική έως αυτιστική νοοτροπία του νεοέλληνα που συνοψίζεται στο "εγώ να τρώω και να βολεύομαι (έστω και με ψίχουλα), και όλοι κι όλα τα άλλα να πάνε να γμθούν"...

Ευθύνη για την υπάρχουσα ελληνική κρίση έχουν όλοι οι Έλληνες, όμως τα μερίδια ευθύνης είναι διαφορετικά. Με τα φορολογικά μέτρα, τις εργασιακές ρυθμίσεις και τους ψηφισθέντες νόμους που προωθούν την εκχώρηση/εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, αυτοί που έχουν μικρότερο μερίδιο ευθύνης καλούνται να σηκώσουν αναλογικά πολύ μεγαλύτερο βάρος. Αυτή η κατανομή των βαρών ήταν βέβαια πολιτικά αναμενόμενη (στο βαθμό που η πολιτική μας ηγεσία είναι εντολοδόχος της εγχώριας ολιγαρχίας των βορείων προαστίων και της αλλοδαπής των βορείων χωρών), όπως αναμενόμενη και προκλητική ήταν η νομοθετική της θέσπιση στο πλαίσιο του ελληνικού Δικαίου. Είναι όμως πέρα για πέρα ανήθικη και, ως γνωστόν, «όποιος παλεύει με το σπαθί, πεθαίνει με το σπαθί». Όσο το άδικο μεγαλώνει, τόσο η μέρα της πραγματικής κρίσης του συστήματος πλησιάζει. Είπε ο παλιάτσος στο ληστή...


Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Ανοίγοντας την πόρτα


Η πόρτα χτυπάει. - Είμαι η θεία Δόξα. Είμαι ο Σάμπρυ*. Δεν ανοίγω, δεν απαντώ. Συνεχίζω το φαγητό και μια ανάλαφρη κουβέντα με τη σύντροφό μου. - Ο Στέφανος είμαι, ρε, είμαι εδώ μαζί με το Μίλτο, τη Δέσποινα και τον Βασίλη απ’ το γραφείο, την Ανθή, τη Βάσω και τη Λίτσα απ’ την Vie, την Αγγελική, τη Λένα, την Αλίκη και το Γιώργο απ’ το Έργο... Δεν ανοίγω σε κανένα. Βγάζω τα ρούχα της δουλειάς και κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση: ναι, κάποιοι θα θυσιαστούν, αλλά αν υπακούσουμε όλοι στα νέα μέτρα υπάρχουν ελπίδες να ξεπεραστεί  η κρίση, πέραν πάσης αμφιβολίας γίνονται οι καλύτεροι δυνατοί από τους εφικτούς χειρισμούς για τα θέματα της οικονομίας, της απασχόλησης, της ασφάλισης, της παιδείας, της υγείας, του μεταναστευτικού..., οι «καλοί» δεν πρόκειται να χαθούν ό,τι κι αν γίνει, κανείς εγκληματίας δεν ξεφεύγει από το NCIS ή από τον αστυνόμο Χαρίτο, κανένας ασθενής δεν υποκύπτει αν τον αναλάβει η ομάδα του Δρ. House… - Γιε μου, είσαι μέσα; Γιατί δεν ανοίγεις την πόρτα;

Το μπουκάλι αδειάζει, περνάω χωρίς χάσιμο χρόνου στο δεύτερο, στο ιντερνετικό... Νέα, αναλύσεις, άρθρα, γνώμες, αθλητικά, τραγούδια, σχόλια και φωτογραφίες από “fb-friends”, τσόντες…
- Καληνύχτα, αγάπη μου. Καληνύχτα. Τα μάτια μου κουράστηκαν, έχω γίνει λιώμα, πέφτω για ύπνο, είμαι στα μισά μιας γέφυρας και θέλω να περάσω απέναντι, ξαφνικά όλα αλλάζουν, όλα συνταράσσονται  μπροστά μου, πανικοβάλλομαι, γυρίζω το κεφάλι μου προς τα πίσω και λίγο πριν ακολουθήσουν τα βήματά μου βλέπω τα πρώτα μέτρα του τμήματος της γέφυρας που έχω διανύσει να καταποντίζονται στο κενό, όπου και ό,τι πάτησα γκρεμίζεται και κυνηγάει να με πάρει μαζί του, γυρίζω πάλι προς τα εμπρός, μια γμημένη πόρτα είναι πάλι εδώ και χτυπάει, θαρρείς με κάθε γδούπο της κλονίζεται το σύμπαν  - και όχι το αντίστροφο...

* Η θεία η Δόξα και ο Σάμπρυ - δυο άνθρωποι γεμάτοι ζωντάνια και λάμψη - έφυγαν φέτος, η πρώτη στα ενενήντα ένα της και ο δεύτερος στα είκοσι τέσσερα.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Έπος


Έκανα τον τρελό για να μην πάω.
Μα δεν έπεισα κανέναν τους.
Τη δόξα και τα πλούτη που μου έταζαν τα ήθελα, την οργή τους τη σκιαζόμουν.
Συναίνεσα λοιπόν.
Κι έπεισα τους συντρόφους μου.
Nα μ’ ακολουθήσουν.

Ο πόλεμος άρχισε με νίκες.
Μα γρήγορα ο αντίπαλος αποδείχτηκε εξίσου δυνατός και αποφασισμένος.
Οι μάχες έγιναν αμφίρροπες, το πεδίο τους μακελειό.
Ο νους θόλωνε.
Η καρδιά πέτρωνε.
Το φονικό μεγάλωνε.

«Μας έριξε στον πόλεμο η απληστία και ο φόβος.
Μα δεν πολεμάμε κάποιον εχθρό.
Πολεμάμε τον άνθρωπο, πολεμάμε τον εαυτό μας.
Μια ανοησία.
Μια παραφροσύνη.
Μια αγνωμοσύνη προς τη ζωή και τα δώρα της.»

Οι κουβέντες του ήταν σωστές.
Μα έπρεπε να συνεχίσουμε.
Ήταν ο ικανότερος και ο γενναιότερος, τα λόγια του είχαν απήχηση στο στράτευμα.
Τους είπα όμως να μην τον λογαριάζουν.
Πως έτσι μιλούσε επειδή τα χάλασε στη μοιρασιά με τον αρχιστράτηγο.
Και εκείνοι μ’ άκουσαν, συνέχισαν να πολεμούν και τον απομόνωσαν.

Θέλαμε να νικήσουμε τίμια.
Μα χωρίς δόλο δε θα νικούσαμε ποτέ.
Ήταν δικιά μου η πονηριά, μπήκαμε νύχτα και τους πιάσαμε στον ύπνο.
Βιάσαμε, σκοτώσαμε, κάψαμε και καταστρέψαμε.
Το πρωί τα αμπάρια ήταν γεμάτα λάφυρα.
Αποχαιρετηστήκαμε με τους άλλους συμμάχους και ανεβήκαμε στα πλοία.

Σαλπάραμε για την πατρίδα.
Μα πατρίδα μας είχε γίνει ο πόλεμος.
Όπου βλέπαμε στεριά την πατούσαμε, όπου βλέπαμε πόλη την κουρσεύαμε.
Δε μπορούσαμε να το συλλογιστούμε.
Είχαμε μεταμορφωθεί σε γουρούνια.
Είχαμε ξεχάσει για τα καλά τον προορισμό μας.

Ένα ξημέρωμα επιτεθήκαμε σ΄ άλλη μια πόλη.
Μα τα πράγματα ήρθαν αλλιώς.
Οι μισοί μου σύντροφοι χάθηκαν, οι υπόλοιποι ανεβήκαμε όπως-όπως σ΄ ένα καράβι να γλυτώσουμε.
Ταξιδεύαμε βουβοί για μέρες μέχρι που σώθηκαν τροφή και νερό.
Οι σειρήνες της κοιλιάς βοούσαν, οι παραισθήσεις μεγάλωναν.
Έδεσα τους άνδρες στο κατάρτι μη φαγωθούμε μεταξύ μας και έμεινα μόνος στο τιμόνι.


Μέχρι να πιάσουμε στεριά μείναμε οι μισοί.
Μα ο άνεμος μας γύρισε πάλι στην ίδια αφιλόξενη στεριά.
Πριν προλάβουμε να σβήσουμε την πείνα και τη δίψα μας, πιαστήκαμε αιχμάλωτοι.
«Ποιος είσαι, ξένε;», με ρώτησε ο βασιλιάς τους την πρώτη μέρα.
Του είπα κι εγώ το όνομα και την καταγωγή μου.
«Δεν είσαι αυτός, ξένε.», απάντησε, και έριξε δυο συντρόφους μου στα σκυλιά.

Ήμουν οργισμένος, ήμουν έξαλλος.
Μα εντελώς ανίσχυρος και κατατρομαγμένος.
«Ποιος είσαι, ξένε;», με ρωτούσε ο βασιλιάς κάθε μέρα.
Κι εγώ του έλεγα κλαίγοντας όνομα, καταγωγή, έργα και ημέρες.
Εκείνος γελώντας μου έλεγε «δεν είσαι αυτός, ξένε.».
Κι έριχνε δυο συντρόφους μου στα σκυλιά.

Γρήγορα ήρθε η μέρα που μου τους ξεπάστρεψε όλους.
Μα τότε δε με ένοιαξε πια καθόλου και εμένα να χαθώ.
«Ποιος είσαι, ξένε;», με ρώτησε και την επόμενη ο βασιλιάς.
«Είμαι ο κανένας, βασιλιά μου.
Εγκατέλειψα πατρίδα και οικογένεια, απάτησα τις αρχές μου, χαράμισα τους συντρόφους μου.
Δεν μου έμεινε τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα.»

Ο βασιλιάς δε γέλασε, μόνο με έφτυσε στα μάτια και μ’ άφησε ελεύθερο.
Μα δεν είχα που να πάω.
Σερνόμουν κουρελής, έρημος και εξουθενωμένος.
Νόμιζα πως πέθανα.
Πως συνάντησα όλους τους χαμένους μου συντρόφους και κλαίγαμε για τα κρίματά μας.
Πως βρήκα παρηγοριά στην αγκαλιά της μάνας μου…

Όταν με αντίκρισε, σκέφτηκε πως ήμουν πράγματι πεθαμένος.
Μα εγώ μόλις που κατάφερα να ψελλίσω «βοήθεια».
Η γυναίκα αυτή με φρόντισε με στοργή, έκανε ότι χρειαζόταν για να σταθώ πάλι στα πόδια μου.
Άρχισα κι εγώ να την προσέχω, να οργώνω το χωράφι της και να φροντίζω τα ζωντανά της.
Την αγάπησα με τον καιρό.
Κι εκείνη φαινόταν να μ’ αγαπάει από καιρό.

Περνάγαμε όμορφα μαζί, τίποτα δε μας έλειπε κι ας μην είχαμε πολλά.
Μα με το πέρασμα του χρόνου ξύπνησε μέσα μου ο νόστος για την πατρίδα.
«Ήταν ωραία η ζωή εκεί», δε μπορούσα να βγάλω αυτή τη σκέψη απ’ το μυαλό μου.
Τη μέρα ασχολιόμουν με τις δουλειές του σπιτιού.
Όμως κάθε που σουρούπωνε τα άφηνα όλα και πήγαινα στο ακρωτήρι να αγναντέψω το πέλαγο.
Κι ονειρευόμουν την Ιθάκη μου...


Ένιωθα διχασμένος, ήμουν δυστυχισμένος.
Μα με τη θλίψη μου αυτή πλήγωνα τη σύντροφό μου.
Κάποτε με ρώτησε γλυκά τι έχω και δε χαίρομαι τα δώρα της ζωής, αν φταίει εκείνη ή κάτι άλλο.
Της είπα ότι δεν έπαψα ποτέ να την αγαπώ, ότι ήθελα να συνεχίσω να ζω μαζί της.
Ότι όμως η σκέψη της επιστροφής στην πατρίδα και στον πρότερο βίο με είχε πια κυριεύσει.
Και ότι αυτή η σύγκρουση μέσα μου με ακινητοποιούσε.

Η καλή μου κοντοστάθηκε στην αρχή, έπειτα ξέσπασε σε γέλια.
Μα συναισθάνθηκε γρήγορα την ντροπή και τον θυμό μου και σταμάτησε.
«Μου ζήτησες να μη ρωτήσω ποτέ για το παρελθόν σου, να μη μιλήσω ποτέ και για το δικό μου.
Έλεγες πως το σημαντικό είναι να ζούμε μαζί ότι συμβαίνει εδώ και τώρα.
Κι εγώ καλέ μου,
Τις βουλές σου τις σεβάστηκα.
.

Καθόλου παράξενο και αστείο δεν είναι ο ξενιτεμένος να νοσταλγήσει την πατρίδα του.
Μα είναι στ' αλήθεια παράξενο να την πατάει και να μην νιώθει τίποτα!
Ο βασιλιάς είναι το σπλάχνο σου, η γυναίκα που άφησες πίσω είμαι εγώ...
Πριν φύγεις για τον πόλεμο είχες ματιά καθαρή, ήσουν εσύ.
Πώς επέτρεψες στους μνηστήρες της βούλησης να σου την αλλάξουν και να σε αλλοτριώσουν;
Είναι ωραία η θάλασσα που αγναντεύεις, μα η πατρίδα σου είναι εδώ κι είναι μια θάλασσα αταξίδευτη»