Πέμπτη 23 Αυγούστου 2012

Το ψάρι

Ψάρια, που μάλλον έχουν ψαρευτεί από κάποιον, βρίσκονται τοποθετημένα σε ένα μέρος με λίγο νερό, ίσως για να διατηρηθούν λίγο περισσότερο φρέσκα πριν καταλήξουν... Ψάρια μεγαλούτσικα, τα περισσότερα είναι πετρόψαρα, όλα όμοια μεταξύ τους, όλα ακίνητα, σαν νεκρά.

Σχεδόν όλα. Ανάμεσά τους κολυμπάει ένα ασημί ψάρι, λίγο μεγαλύτερο σε μέγεθος από τα άλλα. Το ψάρι αυτό πνίγεται, ασφυκτιά, νιώθω έντονα την αγωνία του. Ξαφνικά τινάζεται και εκτοξεύει από το στόμα του κάτι έξω απ' το νερό. Είναι μήπως ένα μικρό ψαράκι που έφαγε και το ξερνάει την ύστατη ώρα; Δεν βλέπω από εκεί που είμαι.

Πλησιάζω πιο κοντά και βλέπω έναν πολύ μικρό άνθρωπο (όχι μωρό) να ετοιμάζεται να ανοίξει τα μάτια του για να αντικρύσει την ζωή που του (ξανα)χαρίστηκε.

Κυριακή 17 Ιουνίου 2012

Ταξιδεύοντας (α)

Η βροχή ξέπλυνε την αρμύρα από τις λαμαρίνες του βαποριού και χάιδευε απαλά τη φουσκωμένη θάλασσα. Το γιαπωνέζικο σκαρί περίμενε φωτισμένο να περάσουν άλλα τριάντα λεπτά πριν την σαββατιάτικη αναχώρηση. Ο Ανδρέας αγόρασε το εισιτήριό του και χαιρέτησε έξω από τα εκδοτήρια τους γονείς του – μέχρι το μεσημέρι πίστεψαν ότι το πλοίο δεν θα ταξίδευε, αλλά η απογευματινή ανακοίνωση της άρσης του απαγορευτικού χάλασε τα σχέδιά τους να περάσουν άλλη μια μέρα με τον μοναχογιό τους. Δε χάλασε όμως και τα σχέδια του Ανδρέα, που ήθελε οπωσδήποτε την επόμενη να είναι στην πρωτεύουσα. Τον περίμενε η σύντροφός του η Ρίτσα, τον περίμενε η δουλειά του…

Με τη βαλίτσα στο χέρι πέρασε τον καταπέλτη και, ακολουθώντας τις κυλιόμενες σκάλες, βρέθηκε γρήγορα στο χώρο υποδοχής των επιβατών. Στάθηκε μπροστά από τη ρεσεψιόν. Μέχρι να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν ιδέα του πως η χαρακτηριστική οσμή του γκαράζ έφτανε ως το χώρο που στεκόταν, ο μεσόκοπος άνδρας με τη λευκή στολή και τα χονδρά κοκάλινα γυαλιά που καθόταν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν πήρε κάπως απότομα το εισιτήριο απ' τα χέρια του Ανδρέα, ενημέρωσε τα τεφτέρια του και το επέστρεψε μαζί με ένα κλειδί στον καμαρότο. «Ακολουθήστε με, κύριε», είπε ευγενικά ο τελευταίος στον Ανδρέα, επιμένοντας μάταια να σηκώσει τη βαλίτσα του. Ο λιγνός και μειλίχιος ναυτικός συνόδευσε τον Ανδρέα μέχρι την καμπίνα Νο 365, επαινώντας τόσο το νησί που άφηναν όσο και την πρωτεύουσα και τις ευκαιρίες της, εκτιμώντας ότι θα είχαν καλό ταξίδι (γιατί το πλοίο «ΤΕΛΧΙΝΕΣ» ήταν καλοτάξιδο και γιατί ο καιρός «έσπαγε» με τη βροχή), κερδίζοντας εν τέλει το χαμόγελο του συνοδευόμενού του και ένα καλό πουρμπουάρ.

Η καμπίνα ήταν καθαρή και τυπική για τετράκλινη, όμως κάποιος άλλος επιβάτης είχε ήδη αφήσει τα πράγματά του μέσα, καθώς και μια έντονη οσμή σπρέι αποσμητικού. Του Ανδρέα δεν του άρεσαν καθόλου οι έντονες μυρωδιές, είτε αυτές προέρχονταν από γκαράζ πλοίου, ή από φθηνό αποσμητικό, ή από οτιδήποτε άλλο. Ωστόσο, στις κοινωνικές του αλληλεπιδράσεις φρόντιζε να το κρύβει επιμελώς την ενόχλησή του (αν για παράδειγμα έβρισκε δυσάρεστη την ανάσα ή τη μυρωδιά του συνομιλητή του). Τακτοποίησε τη βαλίτσα στην ντουλάπα της καμπίνας, έπλυνε και σκούπισε χέρια – πρόσωπό και βγήκε έξω. Μέχρι να φτάσει στο μπαρ του σαλονιού για να παραγγείλει και να παραλάβει τον αγαπημένο του διπλό σκέτο ελληνικό, πρόλαβε να επιθεωρήσει με το βλέμμα του τις λίγες παρέες, τα δυο ηλικιωμένα ζευγάρια και μερικούς μοναχικούς τύπους που είτε κάτι διάβαζαν, είτε έβλεπαν τηλεόραση, ή κοιμόντουσαν ήδη πάνω στους φθαρμένους από τη χρήση καναπέδες. Παρατήρησε με ανακούφιση ότι κανένας γνωστός του δε βρισκόταν ανάμεσα στους ταξιδιώτες και κατευθύνθηκε με το πάσο του προς την πόρτα για το κατάστρωμα, για τσιγάρο, καφέ και αγνάντεμα. Δίπλα ακριβώς από την πόρτα βρισκόταν ένας χάρτης της Ελλάδας με χαραγμένο το δρομολόγιο του πλοίου, καθώς και ένα πρακτικό σχεδιάγραμμα για την διευκόλυνση του επιβάτη στις μετακινήσεις του εντός του βαποριού. Ο Ανδρέας ήπιε μερικές γουλιές καφέ κοιτάζοντας τις πληροφορίες που είχε μπροστά του. Περισσότερο σκεφτικός παρά προσανατολισμένος, άνοιξε την πόρτα ξαφνικά.

Έφθασε στο πρυμναίο κατάστρωμα και στάθηκε δίπλα στα προστατευτικά κάγκελα μαζί με λίγο κόσμο ακόμη. Μια υπερκατασκευή τους προστάτευε από το ψιλόβροχο, όχι όμως εντελώς και από το χειμωνιάτικο αγιάζι. Από εκεί που στεκόταν μπορούσε να παρατηρεί στην προβλήτα τη ρουτίνα αλλά και τη σκληράδα στα βλέμματα των ναυτικών, των ναυτεργατών και των λιμενικών που διεκπεραίωναν – ο καθένας από το πόστο του – τις τελευταίες εργασίες του απόπλου, τις αγχωμένες κινήσεις ενός αργοπορημένου κοντόχοντρου επιβάτη που φώναζε από μακριά "περιμένετέ με!", καθώς και μια κοπέλα που, απτόητη από τη βροχή, αποχαιρετούσε ακούραστα τον καλό της στέλνοντάς του φιλιά και φωνάζοντάς του "σ' αγαπώ!". Σκέφτηκε φευγαλέα τη σύντροφό του, ήξερε ότι αγαπιόντουσαν βαθιά αλλά τον στεναχωρούσε που έπειτα από τόσο καιρό μαζί δεν μπορούσαν να χαλιναγωγήσουν τις αδυναμίες τους που οδηγούσαν σε καυγάδες και δεν τους άφηναν να ανελίξουν τη σχέση τους... Στην ώρα του ακούστηκε το χαρακτηριστικό μούγκρισμα των μηχανών. Το φουγάρο κάπνισε, οι κάβοι λύθηκαν και οι βυθισμένες άγκυρες αναδύθηκαν από τον πυθμένα βαριές και οξειδωμένες. Με ένα βαθύ συριγμό το πλοίο αποχαιρέτησε το λιμάνι.

Έχοντας ακουμπήσει το ένα πόδι στο κάγκελο του καταστρώματος, ο Ανδρέας έπινε τον πικρό καφέ του καπνίζοντας και αγναντεύοντας.
Παρόλο που το τζιν παντελόνι που φορούσε είχε βραχεί από το εκτεθειμένο γόνατο και κάτω, αισθανόταν ζεστά μες στο χειμωνιάτικο τζάκετ. Το λαδί αυτό πανωφόρι, που πλέον χρησιμοποιούσε αποκλειστικά είτε για καμιά μοναχική χειμωνιάτικη βόλτα ή για κανένα ταξίδι σαν αυτό, το είχε αγοράσει στο δεύτερο έτος των σπουδών του και ήταν από τα ελάχιστα παλιά ρούχα που δεν είχε αποχωριστεί. Τις περισσότερες φορές άφηνε τα ρούχα που δε χρειαζόταν σε σημείο που να μπορούν να τα προσεγγίσουν άνθρωποι που τα είχαν ανάγκη. Τί ωραία που είχε νιώσει ένα βράδυ που είδε έναν άστεγο να φοράει ένα παλιό του φούτερ! Ίσως στο νοιάξιμο και στην ανιδιοτελή προσφορά να κρύβεται το χαμένο νόημα του κόσμου, σκεφτόταν ανέμελα. 

Πιάστηκε όμως από τη λέξη νόημα και βάλθηκε να αναρωτιέται στα σοβαρά αν είναι ένα το νόημα του κόσμου και αυτό μοιράζεται σε κάθε ζωή χωριστά ή αν κάθε ζωή έχει το δικό της νόημα και η σύνθεσή τους είναι που συνιστά το νόημα του κόσμου. Πέρασαν από το μυαλό του όλες οι εικόνες που είδε από τότε που μπήκε στο πλοίο: η ερωτευμένη κοπέλα στην προβλήτα που ήθελε να δείχνει την αγάπη της στον καλό της μέχρι την τελευταία στιγμή, ο αργοπορημένος τύπος που έτρεχε να προλάβει το πλοίο, οι ναυτικοί και οι λιμενικοί που είτε βαρύθυμα, είτε τυπικά, είτε με χαμόγελο εργάζονταν για τα προς το ζην τους καλύπτοντας ανάγκες άλλων ανθρώπων, ο κόσμος που αγνάντευε από το κατάστρωμα, ο κόσμος στο σαλόνι που συζητούσε με την παρέα του ή την οικογένειά του ή το ταίρι του, που διάβαζε κάτι, που έβλεπε τηλεόραση, που κοιμόταν. Όλα αυτά ένιωθε πως είχαν το νόημά τους, όπως ένιωθε πως είχε το νόημά της και η δική του ζωή. Μόνο που το τελευταίο δε μπορούσε να το αισθανθεί, δε χωρούσε μέσα στους «χάρτες» με τους οποίους καταλάβαινε τον κόσμο και αξιολογούσε τα πράγματα. 

Απασχολημένος με τις σκέψεις αυτές, ο Ανδρέας δεν κατάλαβε για πότε τα φώτα της πόλης μίκρυναν και, μαζί με τους ορεινούς όγκους του νησιού, χάθηκαν κι αυτά μες στη νυχτιά. Ήταν εδώ και ώρα μόνος του στο κατάστρωμα. Η παρουσία του προδιδόταν μονάχα από την καύτρα που σαν φάρος έσβηνε για λίγο μέχρι να ανάψει το επόμενο τσιγάρο. Κοιτώντας πότε τα απόνερα που ξετυλίγονταν πίσω από την πρύμνη σαν λευκή κορδέλα ως το λιμάνι και το πατρικό του σπίτι, και πότε την πλώρη του βαποριού που δάμαζε την ανοιχτή θάλασσα και που τον οδηγούσε πρόσω ολοταχώς προς τον προορισμό, ο Ανδρέας ένιωσε δυνατός. Ένιωσε ότι μπορούσε να ανατρέψει τις αδυναμίες του που υπονόμευαν τη σχέση του με τη Ρίτσα, τη σχέση του με τους άλλους, την ίδια τη σχέση του με τον εαυτό του. Ένιωσε ότι περνούσε απ’ το χέρι του να μειώσει την επιρροή που ασκούσε στις επιλογές του η γνώμη των άλλων και να ενδυναμώσει τη βούλησή του, ότι μπορούσε να είναι ειλικρινής και υπεύθυνος απέναντι στον εαυτό του και στα όνειρά του. Πώς όμως; Τί έπρεπε να κάνει για να αλλάξει; Έκατσε για λίγη ακόμη ώρα στο κατάστρωμα κι ύστερα κατευθύνθηκε προς το εσωτερικό του πλοίου.

Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

Μετά το μάζεμα των ελιών


Τα ξερά φύλλα, τα αδύναμα κλαράκια που έπεσαν,
Κι ό,τι χαλάσαμε για να μαζέψουμε και φέτος τον καρπό,
Όσα χλωρά και άγρια καθαρίσαμε,
Όλα τα κάναμε ένα σορό και τον ανάψαμε,
Και καθίσαμε τριγύρω να ζεσταθούμε,
Κοιτάζοντας τις φλόγες που λες και φτερούγιζαν μέσα από τη φωτιά,
Αναπνέοντας τον καπνό και το διάχυτο στην ατμόσφαιρα άρωμα ελιάς,
Τρώγοντας πυρωμένο ψωμί, αλειμμένο με το φρέσκο λάδι και με αλάτι,
Αποθέτοντας, στο τέλος, περιμετρικά γύρω από τα δένδρα τις στάχτες.
Και φύγαμε, αφήνοντας πια το χωράφι ελαφρύ και καθαρό στον κρύο αέρα.

Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

Ευτυχώς

Ένα τσογλανάκι που γνώρισα στο στρατό σχολιάζει κάτι που παρέθεσα στον τοίχο του facebook-group της σειράς μας. Μπαίνω στο προφίλ του, κάπου γράφει "καλύτερα να έχεις τύψεις παρά απωθημένα". Τι διάολο, εκεί που ακούγοντας το όνομά του συχνά αναρωτιόμουν πως και δεν τον είχα πλακώσει στο ξύλο κάποια από τις φορές που μου έκανε τη ζωή δύσκολη, τώρα μετανιώνω που μόλις του έστειλα friend-request; Εντάξει, ήταν ένας κακομαθημένος πιτσιρικάς και εγώ με τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες μου τον είχα ζορίσει αρκετά. Και όχι μόνο αυτόν, δηλαδή... Έχοντας επιλέξει να υπηρετήσω τη θητεία μου ως δόκιμος έφεδρος αξιωματικός (για να αποκτήσω διοικητική προϋπηρεσία και οικονομική ανεξαρτησία), έπρεπε καταρχάς να επιβιώσω για τέσσερις μήνες από τη σχετική εκπαίδευση στην Κρήτη, όπου οι παλιοί αρέσκονταν στον ψυχολογικό πόλεμο (κοινώς: καψώνι) και οι ανώτεροι στο να μοιράζουν ποινές για την πλάκα τους... Η φιλοδοξία μου να αντέξω στις δυσκολίες, να ξεχωρίσω μέσα στο πλήθος και να διοικήσω δίκαια και αποτελεσματικά τη διμοιρία των τριάντα δύο συναδέλφων που ανέλαβα, σκόνταφτε στον φόβο της τιμωρίας, της απώλειας του ελέγχου και της αποτυχίας.

Ήθελα η διμοιρία μου κι εγώ να είμαστε εντάξει με τις υποχρεώσεις μας και να περάσουμε όσο γινόταν πιο όμορφα το τετράμηνο της εκπαίδευσης. Προσπαθούσα να τους μιλάω για την αξία της εργατικότητας, της συλλογικότητας και του αλληλοσεβασμού όχι μόνο με λόγια αλλά κυρίως με το παράδειγμά μου, συμμετέχοντας ακόμη και στην πιο βαρετή αγγαρεία (παρόλο που, κατέχοντας διοικητική θέση, δεν ήμουν υποχρεωμένος να κάνω πολλές από τις δουλειές που ήταν υποχρεωμένοι να κάνουν οι υπόλοιποι συνάδελφοι). Στην αρχή ήμουν γεμάτος κατανόηση για όλους. Στη συνέχεια, όταν οι προβληματισμοί μου για την αδιαφορία, την τεμπελιά και τον τομαρισμό ορισμένων (και οι ποινές που δεχόμουν προσωπικά από τους ανώτερους, αφού θεωρούμουν υπεύθυνος για την εικόνα της διμοιρίας) μεγάλωσαν, αποφάσισα να τους μοιραστώ με τους συναδέλφους μου. Ζήτησα τη γνώμη τους για το αν η διμοιρία λειτουργεί αποτελεσματικά και, αν όχι, που οφειλόταν αυτό και πως θα μπορούσαμε να βελτιωθούμε. Ακούστηκαν σωστά πράγματα και ζήτησα από όλους να δεσμευτούν ότι θα βοηθούσαν. Κάποιοι πράγματι άλλαξαν συμπεριφορά. Κάποιοι άλλοι όμως, όπως το τσογλανάκι που ανέφερα (και που πλάκα θα έχει να μην αποδεχτεί το friend-request που του έστειλα!), όχι. Αυτό με τρέλαινε. 

"Χαλάρωσε ρε μλάκα, κάνε το κορόιδο, τρεις μήνες έμειναν, μην τους υπολογίζεις, θα τα βρουν μπροστά τους όταν πάνε στις μονάδες και δε θα μπορούν να διοικήσουν τα φαντάρια", μου λέγανε οι φίλοι. "Μοίρασε καλύτερα τη δουλειά της διοίκησης στους τρεις βοηθούς σου, πάψε να θες να τα κάνεις όλα εσύ", ήταν τα λόγια του λοχαγού. Ήμουν πολύ μλάκας όμως για να χαλαρώσω και για να σταματήσω να το παίρνω προσωπικά - όσο για τους βοηθούς μου, μόνο όταν μετά από ένα μήνα άλλαξαν οι δύο από τους τρεις αισθάνθηκα ουσιαστική βοήθεια. Μέχρι τότε φώναζα και απειλούσα με τιμωρίες για να συνετίσω τους "απροσάρμοστους" και να τους κάνω να συμπεριφερθούν "σωστά", οπότε και ορισμένοι από αυτούς αντιδρούσαν είτε κοροϊδεύοντας, είτε προσβάλλοντας, ή και τα δύο, και εγώ με τη σειρά μου συνήθως γινόμουν περισσότερο υστερικός, με αποτέλεσμα να απεμπολήσω σημαντικό μέρος αξιοπρέπειας και κύρους. Αρκετά αργά (προς το τέλος του τρίτου μήνα) άρχισα να καταλαβαίνω τα λάθη μου. Βεβαίως, με μια ευρύτερη αντίληψη του χρόνου, ίσως και να συνέβη αρκετά νωρίς...

Συνειδητοποιώ ότι μια αλληλεπίδραση στο fb στάθηκε αφορμή να γράψω ξανά στο blog μετά από τόσο διάστημα αποχής... Έχουν συμβεί τόσα πράγματα στην προσωπική μου ζωή, στην Ελλάδα, στον κόσμο και εγώ βρηκα να γράψω για τύψεις, απωθημένα και αδυναμίες με φόντο τον στρατό... Ποιος άραγε να ενδιαφέρεται να διαβάσει αυτές τις ενδοσκοπικές μου φλυαρίες... Αισθάνομαι την ανάγκη να ακούσω λίγη μουσική τώρα (χωρίς φλύαρο στίχο, χωρίς διακοπές για σχόλια και διαφημίσεις αν γίνεται). Φόρεσα κιόλας το ένα από τα δύο ακουστικά και αρχίζω να ψάχνω στις συχνότητες. Ευτυχώς πετυχαίνω μια όμορφη εκπομπή στο Τρίτο. Παίζει ταξιδιάρικες μελωδικές συνθέσεις και ο ραδιοφωνικός παραγωγός είναι διακριτικά απών... Έχει περάσει πάνω από μισάωρο, κοντεύουν πια μεσάνυχτα, υποψιάζομαι ότι η μελωδία που ακούω θα είναι πιθανόν και η τελευταία της εκπομπής. Εκείνη την ώρα ακούγεται η φωνή του παραγωγού "Ένας σοφός λέει ότι το να θέλετε πάντα όσα έχετε είναι καλύτερο από το να έχετε πάντα όσα θέλετε. Καλό σας βράδυ, φίλοι μου.". Καλό σου βράδυ, φίλε αναγνώστη. Και καλή χρονιά!