Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Έπος


Έκανα τον τρελό για να μην πάω.
Μα δεν έπεισα κανέναν τους.
Τη δόξα και τα πλούτη που μου έταζαν τα ήθελα, την οργή τους τη σκιαζόμουν.
Συναίνεσα λοιπόν.
Κι έπεισα τους συντρόφους μου.
Nα μ’ ακολουθήσουν.

Ο πόλεμος άρχισε με νίκες.
Μα γρήγορα ο αντίπαλος αποδείχτηκε εξίσου δυνατός και αποφασισμένος.
Οι μάχες έγιναν αμφίρροπες, το πεδίο τους μακελειό.
Ο νους θόλωνε.
Η καρδιά πέτρωνε.
Το φονικό μεγάλωνε.

«Μας έριξε στον πόλεμο η απληστία και ο φόβος.
Μα δεν πολεμάμε κάποιον εχθρό.
Πολεμάμε τον άνθρωπο, πολεμάμε τον εαυτό μας.
Μια ανοησία.
Μια παραφροσύνη.
Μια αγνωμοσύνη προς τη ζωή και τα δώρα της.»

Οι κουβέντες του ήταν σωστές.
Μα έπρεπε να συνεχίσουμε.
Ήταν ο ικανότερος και ο γενναιότερος, τα λόγια του είχαν απήχηση στο στράτευμα.
Τους είπα όμως να μην τον λογαριάζουν.
Πως έτσι μιλούσε επειδή τα χάλασε στη μοιρασιά με τον αρχιστράτηγο.
Και εκείνοι μ’ άκουσαν, συνέχισαν να πολεμούν και τον απομόνωσαν.

Θέλαμε να νικήσουμε τίμια.
Μα χωρίς δόλο δε θα νικούσαμε ποτέ.
Ήταν δικιά μου η πονηριά, μπήκαμε νύχτα και τους πιάσαμε στον ύπνο.
Βιάσαμε, σκοτώσαμε, κάψαμε και καταστρέψαμε.
Το πρωί τα αμπάρια ήταν γεμάτα λάφυρα.
Αποχαιρετηστήκαμε με τους άλλους συμμάχους και ανεβήκαμε στα πλοία.

Σαλπάραμε για την πατρίδα.
Μα πατρίδα μας είχε γίνει ο πόλεμος.
Όπου βλέπαμε στεριά την πατούσαμε, όπου βλέπαμε πόλη την κουρσεύαμε.
Δε μπορούσαμε να το συλλογιστούμε.
Είχαμε μεταμορφωθεί σε γουρούνια.
Είχαμε ξεχάσει για τα καλά τον προορισμό μας.

Ένα ξημέρωμα επιτεθήκαμε σ΄ άλλη μια πόλη.
Μα τα πράγματα ήρθαν αλλιώς.
Οι μισοί μου σύντροφοι χάθηκαν, οι υπόλοιποι ανεβήκαμε όπως-όπως σ΄ ένα καράβι να γλυτώσουμε.
Ταξιδεύαμε βουβοί για μέρες μέχρι που σώθηκαν τροφή και νερό.
Οι σειρήνες της κοιλιάς βοούσαν, οι παραισθήσεις μεγάλωναν.
Έδεσα τους άνδρες στο κατάρτι μη φαγωθούμε μεταξύ μας και έμεινα μόνος στο τιμόνι.


Μέχρι να πιάσουμε στεριά μείναμε οι μισοί.
Μα ο άνεμος μας γύρισε πάλι στην ίδια αφιλόξενη στεριά.
Πριν προλάβουμε να σβήσουμε την πείνα και τη δίψα μας, πιαστήκαμε αιχμάλωτοι.
«Ποιος είσαι, ξένε;», με ρώτησε ο βασιλιάς τους την πρώτη μέρα.
Του είπα κι εγώ το όνομα και την καταγωγή μου.
«Δεν είσαι αυτός, ξένε.», απάντησε, και έριξε δυο συντρόφους μου στα σκυλιά.

Ήμουν οργισμένος, ήμουν έξαλλος.
Μα εντελώς ανίσχυρος και κατατρομαγμένος.
«Ποιος είσαι, ξένε;», με ρωτούσε ο βασιλιάς κάθε μέρα.
Κι εγώ του έλεγα κλαίγοντας όνομα, καταγωγή, έργα και ημέρες.
Εκείνος γελώντας μου έλεγε «δεν είσαι αυτός, ξένε.».
Κι έριχνε δυο συντρόφους μου στα σκυλιά.

Γρήγορα ήρθε η μέρα που μου τους ξεπάστρεψε όλους.
Μα τότε δε με ένοιαξε πια καθόλου και εμένα να χαθώ.
«Ποιος είσαι, ξένε;», με ρώτησε και την επόμενη ο βασιλιάς.
«Είμαι ο κανένας, βασιλιά μου.
Εγκατέλειψα πατρίδα και οικογένεια, απάτησα τις αρχές μου, χαράμισα τους συντρόφους μου.
Δεν μου έμεινε τίποτα, δεν ελπίζω σε τίποτα.»

Ο βασιλιάς δε γέλασε, μόνο με έφτυσε στα μάτια και μ’ άφησε ελεύθερο.
Μα δεν είχα που να πάω.
Σερνόμουν κουρελής, έρημος και εξουθενωμένος.
Νόμιζα πως πέθανα.
Πως συνάντησα όλους τους χαμένους μου συντρόφους και κλαίγαμε για τα κρίματά μας.
Πως βρήκα παρηγοριά στην αγκαλιά της μάνας μου…

Όταν με αντίκρισε, σκέφτηκε πως ήμουν πράγματι πεθαμένος.
Μα εγώ μόλις που κατάφερα να ψελλίσω «βοήθεια».
Η γυναίκα αυτή με φρόντισε με στοργή, έκανε ότι χρειαζόταν για να σταθώ πάλι στα πόδια μου.
Άρχισα κι εγώ να την προσέχω, να οργώνω το χωράφι της και να φροντίζω τα ζωντανά της.
Την αγάπησα με τον καιρό.
Κι εκείνη φαινόταν να μ’ αγαπάει από καιρό.

Περνάγαμε όμορφα μαζί, τίποτα δε μας έλειπε κι ας μην είχαμε πολλά.
Μα με το πέρασμα του χρόνου ξύπνησε μέσα μου ο νόστος για την πατρίδα.
«Ήταν ωραία η ζωή εκεί», δε μπορούσα να βγάλω αυτή τη σκέψη απ’ το μυαλό μου.
Τη μέρα ασχολιόμουν με τις δουλειές του σπιτιού.
Όμως κάθε που σουρούπωνε τα άφηνα όλα και πήγαινα στο ακρωτήρι να αγναντέψω το πέλαγο.
Κι ονειρευόμουν την Ιθάκη μου...


Ένιωθα διχασμένος, ήμουν δυστυχισμένος.
Μα με τη θλίψη μου αυτή πλήγωνα τη σύντροφό μου.
Κάποτε με ρώτησε γλυκά τι έχω και δε χαίρομαι τα δώρα της ζωής, αν φταίει εκείνη ή κάτι άλλο.
Της είπα ότι δεν έπαψα ποτέ να την αγαπώ, ότι ήθελα να συνεχίσω να ζω μαζί της.
Ότι όμως η σκέψη της επιστροφής στην πατρίδα και στον πρότερο βίο με είχε πια κυριεύσει.
Και ότι αυτή η σύγκρουση μέσα μου με ακινητοποιούσε.

Η καλή μου κοντοστάθηκε στην αρχή, έπειτα ξέσπασε σε γέλια.
Μα συναισθάνθηκε γρήγορα την ντροπή και τον θυμό μου και σταμάτησε.
«Μου ζήτησες να μη ρωτήσω ποτέ για το παρελθόν σου, να μη μιλήσω ποτέ και για το δικό μου.
Έλεγες πως το σημαντικό είναι να ζούμε μαζί ότι συμβαίνει εδώ και τώρα.
Κι εγώ καλέ μου,
Τις βουλές σου τις σεβάστηκα.
.

Καθόλου παράξενο και αστείο δεν είναι ο ξενιτεμένος να νοσταλγήσει την πατρίδα του.
Μα είναι στ' αλήθεια παράξενο να την πατάει και να μην νιώθει τίποτα!
Ο βασιλιάς είναι το σπλάχνο σου, η γυναίκα που άφησες πίσω είμαι εγώ...
Πριν φύγεις για τον πόλεμο είχες ματιά καθαρή, ήσουν εσύ.
Πώς επέτρεψες στους μνηστήρες της βούλησης να σου την αλλάξουν και να σε αλλοτριώσουν;
Είναι ωραία η θάλασσα που αγναντεύεις, μα η πατρίδα σου είναι εδώ κι είναι μια θάλασσα αταξίδευτη»