Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Τα πικραμύγδαλα


Οι σχέσεις μου οι φοβισμένες
Και τα αγχωμένα όνειρά μου
Πικραμύγδαλα πάνω στο χώμα
Διαλύονται μόνα

Τo πιο γλυκό απόγευμα του χρόνου
Ψιλή βροχή πότιζε την αυλή μου
Και τα γυμνα κλαδιά του κουρασμένου δένδρου
Πλένονταν για ώρα

Απόψε το φεγγάρι είναι μισό
Μα όταν θα ξημερώσει
Τα πικραμύγδαλα πάνω στο χώμα
Θα έχουν γίνει χώμα, καινούριο χώμα



Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Ταξιδεύοντας (ζ)

Ξημέρωμα στη λεωφόρο. Ο Ανδρέας οδηγάει μόνος. Κρατάει το τιμόνι με το δεξί του χέρι, το αριστερό το έχει αφήσει έξω από το παράθυρο και το ανεβοκατεβάζει ο αέρας. Ένα φανάρι κοκκινίζει στα εκατό μέτρα. "Κανόνας: όταν βλέπουμε κόκκινο, σταματάμε". Ο Ανδρέας φρενάρει. "Κανόνας: όταν αναλαμβάνουμε μια ευθύνη τη διεκπεραιώνουμε και δεν τα παρατάμε". Δυο κόκκινα μάτια από την αϋπνία και τις πολλές ώρες δουλειάς τον κοιτάζουν από τον κεντρικό καθρέφτη.

Στο δρόμο δεν κυκλοφορεί κανείς. Το φανάρι πρασινίζει μετά από έναν αιώνα, μα ο Ανδρέας δεν αφήνει το πόδι του από το φρένο. Ανησυχεί προς στιγμή μην έρθει κανείς με φόρα και τον τρακάρει, όμως μόνο φαντάσματα κυκλοφορούν αυτή την ώρα. Σκέφτεται θυμωμένος πως διάολο συνεχίζει να κάνει μια δουλειά που δεν του δίνει χαρά, που τον γεμίζει άγχος και κούραση, που φθείρει τόσο εκείνον όσο και όλα εκείνα που αγαπά.

Κόκκινο πάλι και ξανά πράσινο. Βάζει πρώτη, τα πόδια του ισορροπούν σε γκάζι και συμπλέκτη, το αμάξι είναι έτοιμο να ξεκινήσει. Μα τι τον κρατάει πια, γιατί δεν φεύγει, γιατί δεν προχωράει μπροστά; Τρέχει αλμύρα στο πρόσωπό του που, έτσι χλωμό που ήταν, έμοιαζε με φτηνή μάσκα. Μια παιχνιδιάρα νυχτοπεταλούδα μπαίνει από το παράθυρο και κάθεται πάνω στον καθρέφτη. Κοιτάχτηκαν για λίγο. "Είσαι ελεύθερη και ωραία, βρε", της λέει. "Είναι που μεταμορφώθηκα πρόσφατα, βρε", του απαντάει κι εκείνη πριν βγει όπως μπήκε απ' το αμάξι. Επιτέλους, το αμάξι του Ανδρέα ξεκόλλησε από το φανάρι...

Φτάνει σπίτι γύρω στις έξι, ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει. Παρκάρει γρήγορα, παίρνει το σακάκι και τον χαρτοφύλακά του, κλειδώνει το αμάξι και μπαίνει μες στο διαμέρισμα όσο πιο αθόρυβα μπορεί. Ανυπομονεί να ξαπλώσει δίπλα στη Ρίτσα του, να νοιώσει τη ζεστή αύρα της αγαπημένης του, να την αγκαλιάσει τρυφερά και να κοιμηθεί ήρεμος μαζί της για μια - δυο ώρες, για να ξυπνήσει και να είναι γύρω στις εννιά και πάλι στο πόστο του στο γραφείο. Δεν ανάβει κανένα φως για να μην την ενοχλήσει. Μόνο που δεν ήταν κανείς εκεί για να ενοχλήσει. "Ριτσάκι μου;", φώναξε ανήσυχος ο Ανδρέας.

Ανάβει αμέσως τα φώτα της κρεβατοκάμαρας. Πάνω στο κομοδίνο της συντρόφου του βλέπει πολλά κομμάτια από σχισμένο χαρτί και λίγο πιο μπροστά τους ένα χάρτινο καραβάκι. Πλησιάζει. Το γράμμα που γεμάτος μεταμέλεια της είχε γράψει πριν λίγο καιρό για να της ζητήσει συγγνώμη που για τη δουλειά του παραμελούσε τόσο εκείνην όσο και τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς και για να της υποσχεθεί ότι η κατάσταση αυτή σύντομα θα άλλαζε γιατί προτεραιότητά του ήταν η σχέση τους, είχε γίνει δεκαέξι μικρά κομματάκια που έμοιαζαν με κύματα αφρισμένης θάλασσας. Κάποιο λευκό χαρτί είχε μετατραπεί σε καράβι που προσπαθούσε να βγει από τη φουρτούνα.

Ο Ανδρέας είναι φανερά ταραγμένος, κάθεται στο κρεβάτι στο πλευρό της Ρίτσας - που ποιος ξέρει που βρίσκεται. Χαϊδεύει με τα χέρια του τα κύματα του κομοδίνου, περιεργάζεται με το βλέμμα του το χάρτινο καράβι και προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί. Στην πλώρη, από τη μια μεριά ήταν γραμμένο το όνομα "Πηνελόπη", μόνο που ένα φαρδύ "Χ" από πάνω του έμοιαζε να το διαγράφει και να το ακυρώνει. Στην άλλη μεριά ήταν γραμμένο το όνομα "Ελευθερία". Βυθίζεται στις σκέψεις του. "Κανόνας: όταν σηκώνεις τη μια άκρη ενός ραβδιού, τότε σηκώνεις και την άλλη". Κανένας...

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Ταξιδεύοντας (στ)

Κύριε, κάτι ξεχάσατε στην καρέκλα σας. Μια απλή πρόταση, που κανείς δεν βρέθηκε να του την πει... "Εμπρός παρακαλώ;", "Ναι, καλημέρα σας, ταξίδευα χθες το απόγευμα με το φλάινγκ κατ που έκανε εκτάκτως το δρομολόγιο από Πόρο για Πειραιά. Ξέρετε, χμ, πρέπει να έχω ξεχάσει μια σκουρόχρωμη πένα στη θέση που καθόμουν και ήθελα να ρωτήσω μήπως την βρήκατε. Είναι δώρο του παππού μου και έχει μεγάλη συναισθηματική αξία για εμένα.", "Καταλαβαίνω. Δυστυχώς, δε μου έχει αναφερθεί κάτι σχετικό. Μισό λεπτό όμως να ρωτήσω και τη συνάδελφο που ήταν στο εκδοτήριο χθες το απόγευμα. Που είπατε ότι καθόσασταν;", "Στην πίσω σειρά καθισμάτων, κοντά στο μπαρ, δίπλα στα παράθυρα της δεξιάς μεριάς του πλοίου, κάπου εκεί τέλος πάντων.", "Κύριε, λυπάμαι, αλλά ούτε και η συνάδελφος γνωρίζει κάτι για αυτό που ζητάτε."...

..."Καλησπέρα", "Καλησπέρα και σε σας, ξέρετε ταξίδεψα χθες το απόγευμα με αυτό το πλοίο από Πόρο για Πειραιά και την ώρα που σηκώθηκα για την αποβίβαση πρέπει να μου έπεσε πάνω στο κάθισμα ένα οικογενειακό κειμήλιο, μια σκουρόχρωμη πένα δώρο απ' τον παππού μου. Θα μπορούσα παρακαλώ πολύ να ανέβω μια στιγμή στο πλοίο να ψάξω μήπως παρ' ελπίδα την βρω;", "Βεβαίως κύριε. Θα σας συνοδεύσω εγώ. Που είπατε ότι καθόσασταν;", "Στην πίσω σειρά καθισμάτων, κοντά στο μπαρ, δίπλα στα παράθυρα της δεξιάς μεριάς του πλοίου... Κάπου εδώ δηλαδή...",  "Βρήκατε κάτι, κύριε;", "Όχι. (Γαμώτο...)".

Ο ήλιος στο λιμάνι είχε αρχίσει να χαμηλώνει, κοκκινίζοντας τα τζάμια των κτιρίων των ναυτιλιακών εταιρειών και των πρακτορείων, των αυτοκινήτων, των ποσταλιών. Ο Ανδρέας ήθελε να περπατήσει, ίσως ένας περίπατος να τον βοηθούσε να πάρει απόφαση ότι χάθηκε ό,τι χάθηκε. Κοίταξε γύρω του, είδε να γίνονται έργα προς την κατεύθυνση της ακτής Μιαούλη και διάλεξε για τη βόλτα του την άλλη κατεύθυνση. Έστριψε ένα τσιγάρο χωρίς βιασύνη και ξεκίνησε το σεργιάνι του. Στην ακτή Ποσειδώνος τα περισσότερα πλοία των γραμμών του Αργοσαρωνικού είχαν ήδη επιστρέψει, ενώ στην ακτή Τζελέπη, αρχής γενομένης από το BS ITHAKI που ρεμέτζαρε, από ώρα σε ώρα θα επέστρεφαν και τα υπόλοιπα κυκλαδίτικα βαπόρια. 

Συνεχίζοντας το περπάτημα, από την ακτή Κονδύλη μέχρι και την ακτή Ηετίωνα είδε παρατεταγμένα τα μεγάλα, γρήγορα, πολυτελή αλλά και ασουλούπωτα πλοία που θα έφευγαν για Κρήτη μέχρι το βράδυ. Ένα από αυτά, ίσως το πιο όμορφο, σήκωνε άγκυρα εκείνη την ώρα για να εκτελέσει το τακτικό του δρομολόγιο στην γραμμή της Κασσοκαρπαθίας. Ο Ανδρέας είχε την παρόρμηση να κάτσει να χαζέψει τον απόπλου, αλλά τελικά συνέχισε τη βόλτα του. Πέρασε μπροστά από τα πλοία που θα αναχωρούσαν σε λίγες ώρες για Χίο - Μυτιλήνη, περπάτησε γύρω από τις εγκαταλειμμένες σιταποθήκες του λιμανιού και δίπλα από τη δεξαμενή του Βασιλειάδη, άφησε πίσω του το πλοίο της εταιρείας που μονοπωλούσε τις γραμμές της Δωδεκανήσου, το οποίο εκείνη την ώρα φόρτωνε κόσμο και οχήματα ντουμανιάζοντας τον ουρανό, και έφτασε μέχρι τον λιμενοβραχίονα της μπούκας του λιμανιού.

Ήταν επικίνδυνα εκεί, αλλά και η θέα μαγική. Πίσω του το λιμάνι, μπροστά του ξανοιγόταν ροδοκόκκινος ο Σαρωνικός, ροδοκόκκινο το Αιγαίο, ροδοκόκκινο το άπειρο. Πλησιάζοντας προς τον φάρο που βρισκόταν στην άκρη του λιμενοβραχίονα, το βλέμμα του μαγνητίστηκε από την εικόνα μιας νεαρής κοπέλας που καθόταν εκεί και πότε κοιτούσε τη θέα μπροστά της, πότε έγραφε κάτι σε ένα τετράδιο. Ο αέρας ανέμιζε τα λυμένα καστανόξανθά της μαλλιά και ανακάτευε την αύρα της με αυτή της θάλασσας. Μια ασυγκράτητη επιθυμία να μιλήσει στη γυναίκα αυτή κυρίευσε αστραπιαία τον Ανδρέα. Επιβράδυνε τον βηματισμό του για να μην την τρομάξει και έφτασε κοντά της, αγνοώντας εντελώς τον φόβο της ενδεχόμενης απογοήτευσης που θα ένιωθε αν η γυναίκα που θα προσέγγιζε τον απέρριπτε. "Καλησπέρα", της είπε γλυκά. 

Η Ρίτσα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε διερευνητικά. "Γνωριζόμαστε;", του απάντησε με αμυντική διάθεση. "Μάλλον όχι, δηλαδή δεν ξέρω, όμως ναι, τώρα που το λες κάτι μου θυμίζεις" είπε ο Ανδρέας, που πριν ακόμη ολοκληρώσει τη φράση του είχε καταλάβει ότι το χρώμα του προσώπου του συντονίστηκε με το ροδοκόκκινο τοπίο. Το παρατήρησε αυτό η Ρίτσα και αισθάνθηκε πιο ασφαλής. Έστρεψε πάλι την προσοχή της στο τετράδιο/ημερολόγιο που κρατούσε, αποφασισμένη να μη δώσει άλλο χώρο και σημασία στον αδέξιο εισβολέα. Με όση αυτοπεποίθηση μπορούσε να συγκεντρώσει ο Ανδρέας, συνέχισε: "Ταξίδευες μήπως χθες το απόγευμα από Πόρο για Πειραιά με μια φίλη σου; Σε θυμάμαι, ήσασταν μετά από εμένα στη σειρά επιβίβασης, γύρισα και σας κοίταξα όταν ρώτησες την υπεύθυνη πληρώματος αν μπορούσατε να καθίσετε σε όποιες θέσεις θέλατε!". Η Ρίτσα σήκωσε αργά το κεφάλι της και έστρεψε το βλέμμα της ενοχλημένη πάνω στον Ανδρέα. "Ας το καλό!", απάντησε με έκπληξη. "Θυμάμαι κι εγώ τη στιγμή που λες, σε θυμάμαι. Είσαι τελείως διαφορετικός χωρίς το κουστούμι", του απάντησε.

Ο πάγος έμοιαζε να σπάει. Μέσα σε πέντε λεπτά συστήθηκαν, μίλησαν για το χθεσινό τους ταξίδι, για τη βόλτα τους στο λιμάνι, για τις συμπτώσεις, για το υπέροχο ηλιοβασίλεμα, για τα πιο ενδιαφέροντα αλλά και τα πιο απίθανα μέρη που μπορεί κανείς να γράψει στο ημερολόγιό του. Η Ρίτσα παρέμενε καθιστή στη θέση της κάτω από τον φάρο, ο Ανδρέας στεκόταν αρκετά κοντά της αλλά όχι δίπλα της. Είχαν καλή διάθεση, χαμογελούσαν, αντάλλαζαν ματιές διερευνητικές... Οπωσδήποτε αποτελούσαν ενδιαφέρον θέαμα για τους δυο ψαράδες που ψάρευαν εκεί κοντά, καθώς και για τους λίγους επιβάτες που στέκονταν στα καταστρώματα των πλοίων που περνούσαν δίπλα τους, άλλα αναχωρώντας και άλλα καταφθάνοντας... 

Κάποια στιγμή ο Ανδρέας κατάλαβε ότι δε μπορούσε να βρει άλλο θέμα για να συνεχίσει την κουβεντούλα και ένιωσε ότι μάλλον και η Ρίτσα δεν ήθελε να συνεχίσει. Απρόθυμα, αλλά αποφασιστικά της είπε με σταθερή φωνή: "Λοιπόν, Ρίτσα, χάρηκα πραγματικά που ήρθαν έτσι τα πράγματα και γνωριστήκαμε. Θα σε αφήσω τώρα να συνεχίσεις το ταξίδι των εσωτερικών σου αναζητήσεων. Κάπου μπορεί να ξανασυναντηθούμε, που ξέρεις". Της χαμογέλασε και επειδή δεν πήρε κάποιο ξεκάθαρο σινιάλο από εκείνη, έκανε να φύγει πριν επιτρέψει στο αίσθημα της ματαίωσης να του χαλάσει τη διάθεση. "Ανδρέα, μισό λεπτό.", του απάντησε η Ρίτσα, η οποία σηκώθηκε γρήγορα από τη θέση της. Έγραψε σε μια λευκή σελίδα του τετραδίου της τον αριθμό του κινητού της, τον πλησίασε και του την έδωσε χαμογελαστή, λέγοντάς του: "Κι εγώ χάρηκα, Ανδρέα. Κάλεσε με αν το θελήσεις. Θα ήθελα να τα ξαναπούμε."...

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Ταξιδεύοντας (ε)

"Κι αν δε μου περνάει από το μυαλό να κάτσω εκεί που θέλω αλλά ζητώ να μου επιτρέψουν να κάτσω όπου βρω, είναι γιατί δυσκολεύομαι να αναγνωρίζω και να στοχεύω σε πράγματα που κάνουν τη ζωή μου άξια για να τη βιώσω και εμένα καλύτερο άνθρωπο.

Κι αν βγάζω που και που επιθετικότητα και ξεσπάω το θυμό μου εκεί που δεν πρέπει -
χωρίς να σκέφτομαι την επίδραση των πράξεών μου στους άλλους -, είναι γιατί συνήθως δεν εκφράζω τα συναισθήματά μου ελεύθερα και κρατάω πολλά πράγματα μέσα μου,

Κι αν συχνά δεν εμπιστεύομαι τη συνείδησή μου αλλά ακολουθώ τις φωνές άλλων, είναι γιατί φοβάμαι την αποτυχία και τη μοναξιά και γιατί μέσα από τα πρέπει και τις εξαρτήσεις νιώθω κάποια ασφάλεια.

Κι αν συχνά δεν έχω την πυγμή και την πειθαρχία να κάνω τις υποσχέσεις μου πράξεις, είναι γιατί δεν είμαι ολόκληρος δοσμένος σε ό,τι κάνω.

Κι αν δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου όταν πέφτω, είναι γιατί με βαραίνει η σκέψη πως
ό,τι έγινε, έγινε, κι η πορεία δεν μπορεί να αντιστραφεί.

Κι αν γράφω ό,τι γράφω πίσω από αυτό το φωτοαντίγραφο τιμολογίου, είναι γιατί μέχρι να φτάσω στον δικό μου προορισμό θέλω να έχω ζήσει."

Αυτά πρόλαβε να αποτυπώσει στο χαρτί από όσες σκέψεις έκανε κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Μόλις το πλοίο μπήκε στο λιμάνι του Πειραιά, ο Ανδρέας μάζεψε τα πράγματά του βιαστικά και σηκώθηκε με μια παρορμητική ανυπομονησία να αποβιβαστεί. Κάτι είχε ξεχάσει στην καρέκλα του.