Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Ζωντανός



Έφτασα ιδρωμένος στην προβλήτα. Το πλοίο στη γνώριμή του θέση, ο καταπέλτης όμως είχε ήδη κλείσει. Κι έμεινα εκεί να παρατηρώ πως βιράρουν οι άγκυρες και πως ξεκινά άλλο ένα ταξίδι. Και στεκόμουν στην ίδια θέση από όπου κάποτε κοιτούσα έναν κατάπλου… «Αυτή τη φορά επέλεξες το σωστό» μου έλεγαν, και μου εξέφραζαν εμπράκτως τη συμπαράστασή τους. Το πλοίο ερχόταν από την πατρίδα μου, μου έφερνε εφόδια για το δύσκολο χειμώνα. Μπήκα στο γκαράζ να τα παραλάβω – «εκεί», μου λέει ο λοστρόμος, και μου δείχνει μια βρώμικη γωνία. Εκεί ήταν τα πράγματά μου: δυο μεγάλες βαλίτσες με βιβλία, ρούχα, φαγητά και ένα γράμμα της μαμάς που ήταν και πάλι περήφανη για μένα. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα φέρετρο. «Ό,τι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα», λέει ο Γιάννης...

Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, ντύθηκα ζεστά και βγήκα έξω να πάρω αέρα. Ήταν Μεγάλο Σάββατο και έξω είχε σουρουπώσει για τα καλά. Πήρα το δρόμο για το βουνό - όχι μόνο για να εκτονώσω την έντασή μου και να παρηγορηθώ από την ομορφιά των νυχτερινών εικόνων και ήχων της φύσης. Μετά από δυο χιλιόμετρα πορείας έφτασα στον Πανορμίτη, ένα παραδοσιακό ξωκλήσι χτισμένο σε μια από τις χαμηλές κορυφές του βουνού. Κάθισα στο πεζούλι να ξαποστάσω και να απολαύσω τη θέα. Ήρεμος καθώς ήμουν, παραδόθηκα στη σκοτεινή μαγεία του τοπίου. Ακούμπησα τα χέρια μου στο πολυκαιρισμένο και κρύο τσιμέντο πάνω στο οποίο καθόμουν και συγκέντρωσα την προσοχή μου διαδοχικά στις ευωδιαστές ανάσες της βλάστησης και στη γεύση της σκόνης που σήκωνε ο αέρας σφυρίζοντας και ξανασφυρίζοντας κάτι ακατάληπτο. Άνοιξα τα μάτια μου. Ένα πέπλο σκοταδιού συνέχιζε να καλύπτει βουνά και πλάση, και το στερέωμα ήταν καλά κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα... Η κουκουβάγια που πετάχτηκε άγαρμπα από ένα δένδρο και πέταξε μακριά, έδωσε το σύνθημα της επιστροφής. Όταν πια κατέβηκα ως τους πρόποδες του βουνού, λίγο πριν προσεγγίσω τα πρώτα σπίτια του χωριού, έριξα μια γρήγορη ματιά στον ξεροπόταμο που μικρός συνήθιζα να παίζω με τις ώρες. "Μα κάτι φέγγει εκεί!", φοβήθηκα. Αλλά πλησίασα. Κι όσο πλησίαζα, συνειδητοποιούσα ότι δεν επρόκειτο ακριβώς για λάμψη αλλά μάλλον για φωσφόρισμα. Ήταν ένας σωρός από κόκαλα κάποιου μεγάλου ζώου, αγελάδας ή ίσως γαϊδάρου. Παρατήρησα για λίγες στιγμές το κεφάλι, που διέφερε μεν καταφανώς από το αντίστοιχο ανθρώπινο. Δεν θυμάμαι πόσος χρόνος πέρασε μέχρι να ακούσω το μακρινό ήχο από τις καμπάνες της εκκλησίας - σινιάλο ότι σε λίγο θα  ξεκινούσε η αναστάσιμη ακολουθία. Ένιωσα μια περίεργη ανακούφιση. «Θα με ψάχνουν οι δικοί μου», σκέφτηκα, και γύρισα σπίτι.

4 σχόλια:

φτερό στον άνεμο... είπε...

Όμορφο πράγμα οι αναμνήσεις καθώς η ζωή προχωρά και γεμίζει...
Η ύπαρξη αναμνήσεων είναι και ένδειξη ζωής! :)

Χ Ρ Ο Ν Ι Α Σ Ο Υ Π Ο Λ Λ Α ΝΙΚΟ!!!!!!!!
Γεμάτα πλούσιες εμπειρίες συναισθήματα.

φτερό στον άνεμο... είπε...

Πολύ ωραίο το έκανες το μπλογκ σου! :)

Παιχνιδιάρης είπε...

:) Φτερούλι μου, σ' ευχαριστώ πολύ για την επίσκεψη, τα σχόλιά σου και τις ευχές σου! Ανυπομονώ να τα πούμε από κοντά! Φιλιά πολλά!

ταξιδιώτης είπε...

Νίκο το κείμενο σου με συγκίνησε και μου θύμισε ένα αγαπημένο μου ποίημα του Ανδρέα Εμπειρίκου από τη συλλογή ΟΚΤΑΝΑ:

ΔΥΟ ΑΛΟΓΑ ΤΟΥ GIORGIO DE CHIRICO

Δύο άλογα λυρικά, δύο άλογα στυτικά και μέσα στις ψυχές των πλαστικά, δύο άλογα ολοζώντανα και ωστόσο σαν αγαλματένια, δύο άλογα με χαίτες μακριές και με ακόμη πιο μακριές και φουντωτές ουρές – το ένα λευκό (δεξιά) και το άλλο μαύρο (αριστερά) – στέκουν γεμίζοντας το πρώτο πλάνο (το σκούρο, με τα τέσσερα πόδια του στυλωμένα στο έδαφος, και το άσπρο, με το ένα μπροστινό του πόδι σηκωμένο στον αέρα) μπροστά σε μια θάλασσα προκλητική και επίμονη, που σχεδόν εγγίζει, σχεδόν γλείφει τις οπλές των. Τα δύο άλογα φαίνονται ξαφνιασμένα και μοιάζουν σαν να είχαν μαρμαρώσει ξαφνικά, πριν σβήση, πριν ανακοπή, η κατ’ ανάγκην συγκρατημένη τώρα, μα ωστόσο παρούσα πάντοτε, ορμή των.
Στο βάθος, πίσω από μιαν έκτασι πεδινή και ίσως τελματώδη, υψώνεται ένας λόφος με κτίσματα αρχαϊκά. Ποιος ξέρει; Ίσως να έφυγαν τα δύο άλογα εθελουσίως από τα κτίσματα του λόφου. Ίσως να έφυγαν διωγμένα από τους απαισίους κατοίκους, που δεν κατάλαβαν ποτέ μήτε τους πόθους των, μήτε την ομορφιά των. Έτσι που στέκουν τώρα εκεί, μοιάζουν να έχουν σταματήσει εμπρός σε απροσπέλαστο φραγμό, στον φραγμό που βάζει η θάλασσα μπροστά των, στο φράγμα που τόσο συχνά θέτει η πραγματικότητα σε πόθους παμμεγίστους, που όσο πιο ανικανοποίητοι μένουν, αλλά τόσο γεννούν, τρέφουν και διατηρούν ανείπωτη νοσταλγία, την νοσταλγία του άπω παρελθόντος ή του απωτάτου μέλλοντος, την νοσταλγία που ένα παρόν σφικτά πολιορκημένο δημιουργεί, την νοσταλγία που βλέπουμε τόσο συχνά στα μάτια μιας ρεμβαζούσης γυναικός, ή μιας ονειροπόλου κόρης, όταν ο ίμερος φουσκώνει τα μεστά, και τα ελαφρά ή τα βαριά και τα μπουμπούκια ακόμη στήθη.
Έτσι και οι δύο πώλοι, καίτοι ξαφνιασμένοι στο αθέλητο σταμάτημά των εμπρός στη θάλασσα, έχουν και οι δύο μιαν νοσταλγίαν φανερή στην εκφρασί των, ανάλογα μεγάλη με την μεγάλη δυσκολία που δημιουργεί μπροστά των ο γιαλός, η τάφρος, η αδιάβατη σε αυτούς, που είναι όλο στύσις, όλο σκίρτημα και ώσις, σε αυτούς που θάθελαν (ω, πώς!) να τρέξουν, να πετάξουν, να οχεύσουν, σε αυτούς τους δύο αγγέλους, που η μοίρα εναντιωμένη, ή ένας ζηλότυπος θεός θέλησε να τους παρεμποδίση να ολοκληρώσουν εν ευτυχία την ζωήν των.
Έτσι λοιπόν τ’ άλογα αυτά, τα στυτικά, τα αφαντάστως πλαστικά, είναι και θα μείνουν πάντοτε άλογα, ίπποι, άγγελοι, πώλοι επιβήτορες νοσταλγικοί και ονειροπαρμένοι. Και τώρα, ό,τι και αν γίνη δεν θα επιστρέψουν πια ποτέ στα κτίσματα του λόφου. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού δεν είναι δυνατόν να πάνε πίσω, να ζήσουν με τους κακούς, με τους κουτούς, με τους αναίσθητους ανθρώπους. Θα μείνουν εδώ στην έρημη ακρογιαλιά, αφού η θάλασσα δεν τους αφήνει να πάνε πάρα πέρα, όπως το μαρτυρεί και η κομμένη κεφαλή ενός άλλου αλόγου που κείται κοντά τους, ενός αλόγου που η θάλασσα το εκαρατόμησε, γιατί προσπάθησε να την νικήση.
Θα μείνουν λοιπόν εδώ, εις τους αιώνας, άλογα όρθια, στύσεις ολόσωμες αποκρυσταλλωμένες, στύσεις ατελείωτες, μπροστά στην θάλασσα μαρμαρωμένες, στην θάλασσα, που ενώ την λένε των πάντων δεκτική, δεν θέλει ωστόσο να δεχθή τον οίστρον των, την ρώμην των και τα ζεστό των σπέρμα.Θα μείνουν λοιπόν εδώ, στην έρημη ακρογιαλιά, την μέρα και την νύκτα, και όταν θα καίη το λιοπύρι στις ανέφελες αιθρίες και όταν θα δέρνουν τις ακτές οι τρικυμίες, όρθια πάντοτε, πάντοτε στητά, πάντοτε σφύζοντα και πλήρη πάθους και ό,τι κι αν λεν γι’ αυτά, ό,τι κι αν κάνουν, όρθια πάντοτε και υπερήφανα, οντότητες μαγικές, υπερπραγματικές, αγάλματα ολοζώντανα πόθων ανέσπερων θα μείνουν – άλογα, πώλοι, άγγελοι εις τους αιώνας των αιώνων.

Αθήνα, 8.1. 1942