Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2011

Ανοίγοντας την πόρτα


Η πόρτα χτυπάει. - Είμαι η θεία Δόξα. Είμαι ο Σάμπρυ*. Δεν ανοίγω, δεν απαντώ. Συνεχίζω το φαγητό και μια ανάλαφρη κουβέντα με τη σύντροφό μου. - Ο Στέφανος είμαι, ρε, είμαι εδώ μαζί με το Μίλτο, τη Δέσποινα και τον Βασίλη απ’ το γραφείο, την Ανθή, τη Βάσω και τη Λίτσα απ’ την Vie, την Αγγελική, τη Λένα, την Αλίκη και το Γιώργο απ’ το Έργο... Δεν ανοίγω σε κανένα. Βγάζω τα ρούχα της δουλειάς και κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση: ναι, κάποιοι θα θυσιαστούν, αλλά αν υπακούσουμε όλοι στα νέα μέτρα υπάρχουν ελπίδες να ξεπεραστεί  η κρίση, πέραν πάσης αμφιβολίας γίνονται οι καλύτεροι δυνατοί από τους εφικτούς χειρισμούς για τα θέματα της οικονομίας, της απασχόλησης, της ασφάλισης, της παιδείας, της υγείας, του μεταναστευτικού..., οι «καλοί» δεν πρόκειται να χαθούν ό,τι κι αν γίνει, κανείς εγκληματίας δεν ξεφεύγει από το NCIS ή από τον αστυνόμο Χαρίτο, κανένας ασθενής δεν υποκύπτει αν τον αναλάβει η ομάδα του Δρ. House… - Γιε μου, είσαι μέσα; Γιατί δεν ανοίγεις την πόρτα;

Το μπουκάλι αδειάζει, περνάω χωρίς χάσιμο χρόνου στο δεύτερο, στο ιντερνετικό... Νέα, αναλύσεις, άρθρα, γνώμες, αθλητικά, τραγούδια, σχόλια και φωτογραφίες από “fb-friends”, τσόντες…
- Καληνύχτα, αγάπη μου. Καληνύχτα. Τα μάτια μου κουράστηκαν, έχω γίνει λιώμα, πέφτω για ύπνο, είμαι στα μισά μιας γέφυρας και θέλω να περάσω απέναντι, ξαφνικά όλα αλλάζουν, όλα συνταράσσονται  μπροστά μου, πανικοβάλλομαι, γυρίζω το κεφάλι μου προς τα πίσω και λίγο πριν ακολουθήσουν τα βήματά μου βλέπω τα πρώτα μέτρα του τμήματος της γέφυρας που έχω διανύσει να καταποντίζονται στο κενό, όπου και ό,τι πάτησα γκρεμίζεται και κυνηγάει να με πάρει μαζί του, γυρίζω πάλι προς τα εμπρός, μια γμημένη πόρτα είναι πάλι εδώ και χτυπάει, θαρρείς με κάθε γδούπο της κλονίζεται το σύμπαν  - και όχι το αντίστροφο...

* Η θεία η Δόξα και ο Σάμπρυ - δυο άνθρωποι γεμάτοι ζωντάνια και λάμψη - έφυγαν φέτος, η πρώτη στα ενενήντα ένα της και ο δεύτερος στα είκοσι τέσσερα.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μέσα σ' ένα αδειανό δωμάτιο κάθεται στα σκοτεινά ένας άνθρωπος. Βρίσκεται σε άβατο.Είναι η Αίθουσα του θρόνου του. Εκείνος στη μέση κι οι διάφανοι αυλικοί του, ο Νους κι η Ψυχή, να αφουγκράζονται τις σκέψεις του.Η αίθουσα αυτή είναι τυφλή. Δεν υπάρχουν παράθυρα, παρά μονάχα μια πόρτα.
Χτυπάει χρόνια. Απ΄έξω ακούγονται φωνές, ξένες. Άλλοτε σειρήνες μέθεξης, άλλοτε εφιάλτης οχλοβοής.
Οι αυλικοί στέκουν παράμερα και δεν μιλούν. Νιώθουν.Ομφάλιοι λώροι τους συνδέουν με τον άνθρωπο.Το Νου απ΄το κεφάλι, την Ψυχή απ΄την καρδιά.
Όσο και να χτυπούν απ΄έξω, η πόρτα δεν θα ανοίξει ποτέ.
Δεν είναι μια οποιαδήποτε πόρτα. Είναι μια πόρτα που ανοίγεται μονάχα από μέσα. Ευτυχώς!
Μονάχα όποτε το μέσα φωτιστεί από το δικό του φως, εκείνο που θα λούσει την σκοτεινή Αίθουσα του θρόνου,
το χερούλι θα πιαστεί, η πόρτα θα τρίξει και το θαύμα θα γίνει.
Δεν θα μπει ξένο φως στο δωμάτιο, αλλά το πηχτό, γινομένο με φλόγα φως του μέσα, θα χυθεί άπλετο έξω. Δυνατό. Εκτυφλωτικό. Πυρακτωμένο.
Ας ανοιχτεί όποτε έρθει ο καιρός.
Ευτυχώς ο άνθρωπος μέσα αποφασίζει.

Παιχνιδιάρης είπε...

Καταπληκτικό!
Σε ευχαριστώ!