Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2016

Bora 2

Αστραπές και βροντές φοβερές
Κεραυνοί μαχαιριές σχίζουν τον ουρανό
Όλη τη μέρα βρέχει αίμα

Και τη νύχτα οι πληγωμένες ψυχές
Βυθισμένες στη σκιά των Εγώ
Ψάχνουν λύτρωση στο φευγιό και στο ψέμα

Αγαπημένες μορφές και ματιές
Σαν άγγελοι προβάλλουν μες στο κρύο
Έχουν υπάρξει και αυτές
Στο μηδέν και στο δύο.

Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Γενέθλια

Στη θάλασσα που οι ψυχές ξεπλένονται από τον Ζέφυρο
Κολύμπησα σήμερα κι ήταν σαν τότε που ήμουν έμβρυο
Σαν τότε που ήμουν ιδέα που δε συλλήφθηκε ή που ξεχάστηκε
Σαν τότε που ένιωσα ευγνώμων για ό,τι βίωσα και για ό,τι χάθηκε

Τη θάλασσα που λούζει αιώνια ο ήλιος και η βροχή
Την ταξιδεύω με ένα βαπόρι από την Ανατολή ως την Δύση
Στο κατάρτι του στέκεται σήμερα και τιτιβίζει ένα πουλί
Που πριν το σκοτάδι προς το νησί θα φτερουγήσει

Παρασκευή 10 Απριλίου 2015

Αυτό το έχω βαρεθεί


Είναι κάποια τραγούδια που στιγμές - στιγμές εκφράζουν τόσο καλά όσα αισθάνεσαι για αυτά που συμβαίνουν. Είναι κάποια τραγούδια που σου αγκαλιάζουν την πονεμένη σου ψυχή, σε ζεσταίνουν και σου λεν προχώρα με τον τρόπο τους. Και εσύ προτιμάς να μένεις ακίνητος, διχασμένος και βασιλευόμενος...




Παρασκευή 29 Αυγούστου 2014

Τα πικραμύγδαλα


Οι σχέσεις μου οι φοβισμένες
Και τα αγχωμένα όνειρά μου
Πικραμύγδαλα πάνω στο χώμα
Διαλύονται μόνα

Τo πιο γλυκό απόγευμα του χρόνου
Ψιλή βροχή πότιζε την αυλή μου
Και τα γυμνα κλαδιά του κουρασμένου δένδρου
Πλένονταν για ώρα

Απόψε το φεγγάρι είναι μισό
Μα όταν θα ξημερώσει
Τα πικραμύγδαλα πάνω στο χώμα
Θα έχουν γίνει χώμα, καινούριο χώμα



Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

Ταξιδεύοντας (ζ)

Ξημέρωμα στη λεωφόρο. Ο Ανδρέας οδηγάει μόνος. Κρατάει το τιμόνι με το δεξί του χέρι, το αριστερό το έχει αφήσει έξω από το παράθυρο και το ανεβοκατεβάζει ο αέρας. Ένα φανάρι κοκκινίζει στα εκατό μέτρα. "Κανόνας: όταν βλέπουμε κόκκινο, σταματάμε". Ο Ανδρέας φρενάρει. "Κανόνας: όταν αναλαμβάνουμε μια ευθύνη τη διεκπεραιώνουμε και δεν τα παρατάμε". Δυο κόκκινα μάτια από την αϋπνία και τις πολλές ώρες δουλειάς τον κοιτάζουν από τον κεντρικό καθρέφτη.

Στο δρόμο δεν κυκλοφορεί κανείς. Το φανάρι πρασινίζει μετά από έναν αιώνα, μα ο Ανδρέας δεν αφήνει το πόδι του από το φρένο. Ανησυχεί προς στιγμή μην έρθει κανείς με φόρα και τον τρακάρει, όμως μόνο φαντάσματα κυκλοφορούν αυτή την ώρα. Σκέφτεται θυμωμένος πως διάολο συνεχίζει να κάνει μια δουλειά που δεν του δίνει χαρά, που τον γεμίζει άγχος και κούραση, που φθείρει τόσο εκείνον όσο και όλα εκείνα που αγαπά.

Κόκκινο πάλι και ξανά πράσινο. Βάζει πρώτη, τα πόδια του ισορροπούν σε γκάζι και συμπλέκτη, το αμάξι είναι έτοιμο να ξεκινήσει. Μα τι τον κρατάει πια, γιατί δεν φεύγει, γιατί δεν προχωράει μπροστά; Τρέχει αλμύρα στο πρόσωπό του που, έτσι χλωμό που ήταν, έμοιαζε με φτηνή μάσκα. Μια παιχνιδιάρα νυχτοπεταλούδα μπαίνει από το παράθυρο και κάθεται πάνω στον καθρέφτη. Κοιτάχτηκαν για λίγο. "Είσαι ελεύθερη και ωραία, βρε", της λέει. "Είναι που μεταμορφώθηκα πρόσφατα, βρε", του απαντάει κι εκείνη πριν βγει όπως μπήκε απ' το αμάξι. Επιτέλους, το αμάξι του Ανδρέα ξεκόλλησε από το φανάρι...

Φτάνει σπίτι γύρω στις έξι, ο ήλιος είχε αρχίσει να ανατέλλει. Παρκάρει γρήγορα, παίρνει το σακάκι και τον χαρτοφύλακά του, κλειδώνει το αμάξι και μπαίνει μες στο διαμέρισμα όσο πιο αθόρυβα μπορεί. Ανυπομονεί να ξαπλώσει δίπλα στη Ρίτσα του, να νοιώσει τη ζεστή αύρα της αγαπημένης του, να την αγκαλιάσει τρυφερά και να κοιμηθεί ήρεμος μαζί της για μια - δυο ώρες, για να ξυπνήσει και να είναι γύρω στις εννιά και πάλι στο πόστο του στο γραφείο. Δεν ανάβει κανένα φως για να μην την ενοχλήσει. Μόνο που δεν ήταν κανείς εκεί για να ενοχλήσει. "Ριτσάκι μου;", φώναξε ανήσυχος ο Ανδρέας.

Ανάβει αμέσως τα φώτα της κρεβατοκάμαρας. Πάνω στο κομοδίνο της συντρόφου του βλέπει πολλά κομμάτια από σχισμένο χαρτί και λίγο πιο μπροστά τους ένα χάρτινο καραβάκι. Πλησιάζει. Το γράμμα που γεμάτος μεταμέλεια της είχε γράψει πριν λίγο καιρό για να της ζητήσει συγγνώμη που για τη δουλειά του παραμελούσε τόσο εκείνην όσο και τον ίδιο του τον εαυτό, καθώς και για να της υποσχεθεί ότι η κατάσταση αυτή σύντομα θα άλλαζε γιατί προτεραιότητά του ήταν η σχέση τους, είχε γίνει δεκαέξι μικρά κομματάκια που έμοιαζαν με κύματα αφρισμένης θάλασσας. Κάποιο λευκό χαρτί είχε μετατραπεί σε καράβι που προσπαθούσε να βγει από τη φουρτούνα.

Ο Ανδρέας είναι φανερά ταραγμένος, κάθεται στο κρεβάτι στο πλευρό της Ρίτσας - που ποιος ξέρει που βρίσκεται. Χαϊδεύει με τα χέρια του τα κύματα του κομοδίνου, περιεργάζεται με το βλέμμα του το χάρτινο καράβι και προσπαθεί να καταλάβει τι έχει συμβεί. Στην πλώρη, από τη μια μεριά ήταν γραμμένο το όνομα "Πηνελόπη", μόνο που ένα φαρδύ "Χ" από πάνω του έμοιαζε να το διαγράφει και να το ακυρώνει. Στην άλλη μεριά ήταν γραμμένο το όνομα "Ελευθερία". Βυθίζεται στις σκέψεις του. "Κανόνας: όταν σηκώνεις τη μια άκρη ενός ραβδιού, τότε σηκώνεις και την άλλη". Κανένας...