Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Ταξιδεύοντας (γ)

Το περιστατικό που θα αφηγηθώ συνέβη πέντε μήνες αφότου του ανατέθηκε από την εταιρεία η οργάνωση του λογιστηρίου ενός πελάτη σε κάποιο από τα νησιά του Αργοσαρωνικού. Από την αρχή του κακοφάνηκε η ιδέα να ταξιδεύει ακτοπλοϊκώς αυθημερόν από και προς το νησί και μάλιστα - ειδικά το πρώτο διάστημα - σχεδόν σε καθημερινή βάση. Η σχηματισμένη πεποίθησή του ότι στη δουλειά τον υποτιμούν και δεν επενδύουν πάνω του, αναθέτοντάς του μόνο ό,τι περισσεύει, βρήκε πάλι χώρο να τραφεί...

Το περιστατικό συνέβη μια ζεστή Δευτέρα στα μέσα του Ιουνίου. Ο Ανδρέας είχε φτάσει από νωρίς το πρωί στα γραφεία του συγκεκριμένου πελάτη και προχωρούσε τις εργασίες του σβήνοντας και σημειώνοντας πάνω σε μια λίστα. Η οργάνωση του λογιστηρίου είχε ήδη προχωρήσει αρκετά και η καθημερινή του παρουσία εκεί δεν ήταν πια απαραίτητη, μια εξέλιξη που - όπως και η ποιότητα της συνεργασίας του με τους υπαλλήλους εκεί - τον χαροποιούσε ιδιαίτερα. Το μεσημέρι, λίγο πριν ολοκληρώσει τους ελέγχους σε λογιστικές εγγραφές και στο σχέδιο της περιοδικής δήλωσης ΦΠΑ, δέχτηκε με έκπληξη ένα τηλεφώνημα από το ταξιδιωτικό γραφείο που πρακτόρευε τα ακτοπλοϊκά εισιτήρια. Του ανακοινώθηκε ότι εκτάκτως, λόγω αυξημένου αριθμού επιβατών, το απογευματινό δρομολόγιο προς Πειραιά θα το πραγματοποιούσε ένα καταμαράν αντί του ιπτάμενου δελφινιού. Του ανακοινώθηκε επίσης ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το εισιτήριο που ήδη κατείχε για το ιπτάμενο δελφίνι, χωρίς να χρειάζεται να το μετατρέψει.

Το απόγευμα στο λιμάνι πολύς κόσμος περίμενε το πλοίο, μεταξύ των οποίων και ένα γκρουπ ηλικιωμένων. Η πολυκοσμία και η ζέστη στην προβλήτα, η πυκνή δουλειά της ημέρας, το πρωινό ξύπνημα και το ταξίδι έκαναν τον Ανδρέα να αισθάνεται κάποια κούραση. Ευτυχώς, το καταμαράν κατέφθασε στην ώρα του. Όταν ήρθε η σειρά του να επιβιβαστεί, έδειξε στην υπεύθυνη πληρώματος το εισιτήριό του (πάνω στο οποίο ήταν γραμμένη η αριθμημένη θέση που θα έπρεπε να χρησιμοποιήσει αν ταξίδευε με το δελφίνι), τη ρώτησε: "καθόμαστε όπου βρούμε;" και εισέπραξε ένα καταφατικό νεύμα. Καθώς προχωρούσε προς το εσωτερικό του πλοίου, άκουσε τη μία από τις δύο όμορφες κοπέλες που ήταν πίσω του στη σειρά επιβίβασης να ρωτάει: "καθόμαστε όπου θέλουμε;" και την υπεύθυνη πληρώματος να απαντάει "ναι!". Γύρισε το κεφάλι του χαμογελώντας, χωρίς να λογαριάσει αν θα παρεξηγούνταν για τη χειρονομία του. Μέχρι το καταμαράν να αφήσει για τα καλά πίσω του τον Πόρο, τον Γαλατά και τα Μέθανα, ο Ανδρέας συλλογιζόταν τις διαφορές που κρύβονταν μεταξύ του "καθόμαστε όπου βρούμε;" και "καθόμαστε όπου θέλουμε;"...