Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

Λόγια


Το να μην καταφέρεις να πραγματοποιήσεις έναν στόχο που έθεσες είναι βέβαια μια αποτυχία. Μπορεί ο στόχος να υπερέβαινε τις δυνατότητές σου, μπορεί απλά να ήσουν άτυχος. Μπορεί να χρειαζόταν να προσπαθήσεις περισσότερο και να θυσιάσεις περισσότερα. Μπορεί και να μην πίστεψες αρκετά στον εαυτό σου. Μπορεί και ο στόχος σου να μην πήγαζε από κάτι που πραγματικά ποθούσες πολύ.

Σίγουρα η αποτυχία είναι βάρος. Δεν είναι μόνο η προσωπική σου ήττα, σε στεναχωρεί και η ευχαρίστηση που νιώθεις ότι προσφέρεις στους άλλους με την αδυναμία σου. Ιδίως αν διάλεξες να θέσεις περισσότερο στόχους που πόνταραν στην αναγνώριση της αξίας σου από τους άλλους, παρά στόχους που πρωτίστως θα γέμιζαν με γλύκα τη ζωή σου. Γιατί όμως να αφήνεις τους άλλους να αποφασίζουν για το τι θα κάνεις και πως θα ζεις τη ζωή σου; Γιατί αφήνεις τους άλλους να κρίνουν την αξία σου, αν είσαι καλός, αν είσαι "καλό παιδί"; Aφού το ξέρεις, ρε, αξίζεις! Κανέναν δεν έχεις ανάγκη να σου το πει!

Πάρε το χρόνο που ζητάς για να μαζέψεις τα κομμάτια σου και να ξανασηκωθείς. Μάθε από την εμπειρία σου. Αναστοχάσου ποιος είσαι, από που έρχεσαι και που πηγαίνεις. Σκέψου καλά για ποιον ζεις, τι θέλει η ζωή από εσένα και τι θες εσύ από τη ζωή. Και θέσε με θάρρος τους σωστούς για σένα στόχους. Στόχευε μόνο σε ό,τι θεωρείς πολύ σημαντικό - έτσι θα είσαι προετοιμασμένος να κάνεις θυσίες και να αγωνίζεσαι με πάθος. Μείνε συγκεντρωμένος στους στόχους σου, μην επιτρέπεις να αποσπάται η προσοχή σου από εύκολες απολαύσεις και λόγια γλυκά. Και μη φοβάσαι, ρε! Θα τα καταφέρεις! Το αξίζεις!

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Ζωντανός



Έφτασα ιδρωμένος στην προβλήτα. Το πλοίο στη γνώριμή του θέση, ο καταπέλτης όμως είχε ήδη κλείσει. Κι έμεινα εκεί να παρατηρώ πως βιράρουν οι άγκυρες και πως ξεκινά άλλο ένα ταξίδι. Και στεκόμουν στην ίδια θέση από όπου κάποτε κοιτούσα έναν κατάπλου… «Αυτή τη φορά επέλεξες το σωστό» μου έλεγαν, και μου εξέφραζαν εμπράκτως τη συμπαράστασή τους. Το πλοίο ερχόταν από την πατρίδα μου, μου έφερνε εφόδια για το δύσκολο χειμώνα. Μπήκα στο γκαράζ να τα παραλάβω – «εκεί», μου λέει ο λοστρόμος, και μου δείχνει μια βρώμικη γωνία. Εκεί ήταν τα πράγματά μου: δυο μεγάλες βαλίτσες με βιβλία, ρούχα, φαγητά και ένα γράμμα της μαμάς που ήταν και πάλι περήφανη για μένα. Δίπλα ακριβώς υπήρχε ένα φέρετρο. «Ό,τι σκοτώνεις είναι δικό σου για πάντα», λέει ο Γιάννης...

Σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι, ντύθηκα ζεστά και βγήκα έξω να πάρω αέρα. Ήταν Μεγάλο Σάββατο και έξω είχε σουρουπώσει για τα καλά. Πήρα το δρόμο για το βουνό - όχι μόνο για να εκτονώσω την έντασή μου και να παρηγορηθώ από την ομορφιά των νυχτερινών εικόνων και ήχων της φύσης. Μετά από δυο χιλιόμετρα πορείας έφτασα στον Πανορμίτη, ένα παραδοσιακό ξωκλήσι χτισμένο σε μια από τις χαμηλές κορυφές του βουνού. Κάθισα στο πεζούλι να ξαποστάσω και να απολαύσω τη θέα. Ήρεμος καθώς ήμουν, παραδόθηκα στη σκοτεινή μαγεία του τοπίου. Ακούμπησα τα χέρια μου στο πολυκαιρισμένο και κρύο τσιμέντο πάνω στο οποίο καθόμουν και συγκέντρωσα την προσοχή μου διαδοχικά στις ευωδιαστές ανάσες της βλάστησης και στη γεύση της σκόνης που σήκωνε ο αέρας σφυρίζοντας και ξανασφυρίζοντας κάτι ακατάληπτο. Άνοιξα τα μάτια μου. Ένα πέπλο σκοταδιού συνέχιζε να καλύπτει βουνά και πλάση, και το στερέωμα ήταν καλά κρυμμένο πίσω από τα σύννεφα... Η κουκουβάγια που πετάχτηκε άγαρμπα από ένα δένδρο και πέταξε μακριά, έδωσε το σύνθημα της επιστροφής. Όταν πια κατέβηκα ως τους πρόποδες του βουνού, λίγο πριν προσεγγίσω τα πρώτα σπίτια του χωριού, έριξα μια γρήγορη ματιά στον ξεροπόταμο που μικρός συνήθιζα να παίζω με τις ώρες. "Μα κάτι φέγγει εκεί!", φοβήθηκα. Αλλά πλησίασα. Κι όσο πλησίαζα, συνειδητοποιούσα ότι δεν επρόκειτο ακριβώς για λάμψη αλλά μάλλον για φωσφόρισμα. Ήταν ένας σωρός από κόκαλα κάποιου μεγάλου ζώου, αγελάδας ή ίσως γαϊδάρου. Παρατήρησα για λίγες στιγμές το κεφάλι, που διέφερε μεν καταφανώς από το αντίστοιχο ανθρώπινο. Δεν θυμάμαι πόσος χρόνος πέρασε μέχρι να ακούσω το μακρινό ήχο από τις καμπάνες της εκκλησίας - σινιάλο ότι σε λίγο θα  ξεκινούσε η αναστάσιμη ακολουθία. Ένιωσα μια περίεργη ανακούφιση. «Θα με ψάχνουν οι δικοί μου», σκέφτηκα, και γύρισα σπίτι.